Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιμητισμός
1 εγγραφή
μιμητισμός ο [mimitizmós] Ο17 : 1. τάση ή ροπή για μίμηση: Παιδικός / καλλιτεχνικός ~. 2. (βιολ.) η ιδιότητα ορισμένων ζωντανών οργανισμών να αλλάζουν εξωτερική μορφή (χρώμα, σχήμα κτλ.) ή συμπεριφορά και να μιμούνται το κοντινό περιβάλλον ή ορισμένο στοιχείο του: Ο ~ του χαμαιλέοντα.

[λόγ. μιμητ(ικός) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες