Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 76 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μικρονοϊκός -ή -ό [mikronoikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από περιορισμένη διανοητική ικανότητα, από στενότητα αντίληψης. || (ως ουσ.).
[λόγ. μικρό νο(ια) -ικός κατά το παρανοϊκός]
- μικρόνους -ους -ουν [mikrónus] Ε12ε : (λόγ.) μικρονοϊκός. || (ως ουσ.).
[λόγ. μικρό(νοια) -νους (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: άνοια - άνους]
- μικροοικονομία η [mikroikonomía] Ο25 : (οικον.) κλάδος της οικονομίας που μελετά την οικονομική δραστηριότητα των ατόμων. ANT μακροοικονομία.
[λόγ. < γαλλ. microéconomie < micro- = μικρο- 1 + économie (δες στο οικονομία)]
- μικροοικονομικός -ή -ό [mikroikonomikós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στη μικροοικονομία. ANT μακροοικονομικός: Mικροοικονομική ανάλυση. || (ως ουσ.) η μικροοικονομική, η μικροοικονομία.
[λόγ. < γαλλ. microéconomique < microéconom(ie) = μικροοικονομ(ία) -ique = -ικός]
- μικροοργανισμός ο [mikroorγanizmós] Ο17 : κάθε μικρόβιο ιδίως παθογόνο: Tο νερό δεν είναι πόσιμο, γιατί έχει μικροοργανισμούς.
[λόγ. < γαλλ. micro-organisme < micro- = μικρο- 1 + organisme = οργανισμός]
- μικροπαντρεύω [mikropandrévo] -ομαι Ρ5.2 : παντρεύω κπ. σε ηλικία μικρότερη από τη συνηθισμένη ή γενικά μικρή.
[μικρο- 1 + παντρεύω]
- μικροπολιτική η [mikropolitikí] Ο29 : κακής ποιότητας πολιτική δραστηριότητα που συνήθ. έχει ως κίνητρο το στενό συμφέρον, προσωπικό, κομματικό κτλ.· πολιτικαντισμός.
[λόγ. μικρο- 1 + πολιτική]
- μικροπολιτικός -ή -ό [mikropolitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μικροπολιτική· πολιτικάντικος: Mικροπολιτικά συμφέροντα. || (ως ουσ.) ο μικροπολιτικός, πολιτικάντης.
[λόγ. μικροπολιτ(ική) -ικός]
- μικροπράγματα τα [mikropráγmata] & μικροπράματα τα [mikroprá mata] Ο49 : 1. αντικείμενα με πολύ μικρές διαστάσεις, συνήθ. ευτελούς αξίας: Γεμίζει την τσάντα της με καλλυντικά και άλλα ~. 2. (μτφ.) για ασήμαντα ζητήματα, υποθέσεις, ποσότητες κτλ.: Συζητάνε / μαλώνουν για μικροπράματα. Πώς πήγαν σήμερα οι εισπράξεις; - Mικροπράματα.
[μικρο- 1 + πράματα & λόγ. επίδρ. κατά το πράγματα]
- μικροπρέπεια η [mikroprépia] Ο27 : 1. η ιδιότητα του μικροπρεπούς· μικρότητα. 2. κακή συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από ευτελή κίνητρα και προκαλεί την περιφρόνηση των άλλων· μικρότητα.
[λόγ. < αρχ. μικροπρέπεια]



