Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικρό
76 εγγραφές [71 - 76]
μικροφωτογραφία η [mikrofotoγrafía] Ο25 : φωτογραφία πολύ μικρών διαστάσεων.

[λόγ. < αγγλ. microphotograph < micro- = μικρο- 1 + photo graph = φωτογραφία]

μικροχαρά η [mikroxará] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : χαρά για πράγματα κοινά, καθημερινά: Οι μικροχαρές της ζωής.

[λόγ. μικρο- 1 + χαρά]

μικροχειρουργική η [mikroxirurjií] Ο29 : σύνολο τεχνικών που εφαρμόζονται στη χειρουργική και που εκτελούνται με τη βοήθεια μικροσκοπίου.

[λόγ. μικρο- 1 + χειρουργική μτφρδ. γαλλ. microchirurgie (micro- = μικρο- 1)]

μικροψυχία η [mikropsixía] Ο25 : η ιδιότητα του μικρόψυχου. ANT μεγαλοψυχία. || η μικρόψυχη πράξη.

[λόγ. < αρχ. μικροψυχία]

μικρόψυχος -η -ο [mikrópsixos] Ε5 : (για πρόσ.) που είναι κακός, έτσι ώστε να μη συγχωρεί αυτούς που τον βλάπτουν ούτε να ευεργετεί αυτούς που έχουν ανάγκη. ANT μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος: ~ άνθρωπος. || (επέκτ.): Mικρόψυχη πράξη. μικρόψυχα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μικρόψυχος]

μικροώμ το [mikroóm] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα για τη μέτρηση της αντίστασης ηλεκτρικού αγωγού που ισούται με το ένα εκατομμυριοστό του ωμ.

[λόγ. < γαλλ. microhm (micr(o)- = μικρο- 2)]

< Προηγούμενο   1... 4 5 6 7 [8]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες