Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροπρεπής
1 εγγραφή
μικροπρεπής -ής -ές [mikroprepís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από ταπεινά, αναξιοπρεπή αισθήματα, που συμπεριφέρεται με μικροπρέπεια: ~ άνθρωπος / πράξη. μικροπρεπώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μικροπρεπής· λόγ. < ελνστ. μικροπρεπῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες