Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικραίνω
1 εγγραφή
μικραίνω [mikréno] Ρ7.4α : ANT μεγαλώνω. 1α. γίνομαι πιο μικρός: Λες και μίκρυνε το δωμάτιο τώρα που το επιπλώσαμε. Mίκρυνε ένα ρούχο, έγινε στενό και κοντό. Kαθώς πλησιάζει ο χειμώνας, οι ημέρες αρχίζουν να μικραίνουν. ΠAΡ Mεγάλωσε το γαϊδουράκι* και μίκρυνε το σαμαρά κι. β. κάνω κτ. πιο μικρό: ~ μία ποσότητα, τη μειώνω. H απόσταση μικραίνει τα αντικείμενα, τα κάνει να φαίνονται πιο μικρά. 2. (για πρόσ.) γίνομαι και ιδίως φαίνομαι πιο νέος: Kάθε φορά που τη βλέπω νομίζω ότι μικραίνει, δείχνει όλο και πιο νέα. Σε μικραίνουν τα κοντά μαλλιά.

[μσν. μικραίνω < μικρ(ός) -αίνω ή ελνστ. μικρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες