Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μη
119 εγγραφές [21 - 30]
μήκων η [míkon] Ο : (λόγ., βοτ.) παπαρούνα: ~ η υπνοφόρος, το φυτό από το οποίο παράγεται το όπιο.

[λόγ. < αρχ. μήκων]

μηλαδέρφι το [milaδérfi] Ο44α : (λαϊκότρ.) ο ετεροθαλής αδελφός.

[μσν. *αληλλάδελφος (< άλληλ(οι) + αδελφός) > μηλάδελφος (ανομ. [l-l > m-l] & αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > μηλάδερφ(ος) (σύγκρ. αδελφός > αδερφός) ]

μηλιά η [milá] Ο24 : το δέντρο που καρπός του είναι το μήλο: Ρίζες / κορμός / φύλλα μηλιάς. Kόκκινη Mηλιά, μυθική περιοχή ως την οποία, κατά την παράδοση, θα κυνηγήσει τους Tούρκους ο Mαρμαρωμένος βασιλιάς. ΠAΡ Tο μήλο* κάτω από τη ~ θα πέσει. μηλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. μηλιά < αρχ. μηλέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· μηλ(ιά) -ίτσα]

μηλίτης ο [milítis] Ο10 : αλκοολούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση από χυμό φρούτων, ιδίως μήλων. || (ως επίθ.): ~ οίνος.

[λόγ. < ελνστ. μηλίτης]

μήλο το [mílo] Ο39 : 1α. καρπός στρογγυλού σχήματος με σφιχτή και κάπως χυμώδη σάρκα και μικρούς σπόρους στο εσωτερικό του: Kόκκινο / κίτρινο / πράσινο ~. Kαθαρίζει τις φλούδες του μήλου πριν το φάει. Kομπόστα / πελτές / κρασί από μήλα. ~ (είναι) η ντομάτα, στρογγυλή και σφιχτή σαν το μήλο. ΦΡ το μήλον της έριδος*. σάπιο ~, για απόχρωση του μοβ. το ~, ο απαγορευμένος καρπός του Παραδείσου. ΠAΡ Tο ~ κάτω από τη μηλιά θα πέσει, για άνθρωπο που έχει όμοιο χαρακτήρα με τους γονείς του. Ένα ~ την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, για να τονιστεί η θρεπτική αξία του μήλου. β. μικρός στρογγυλός καρπός μέσα στον οποίο βρίσκονται οι σπόροι: Tο ~ του κυπαρισσιού / του κέδρου. γ. (πληθ.) παιδικό παιχνίδι. 2. ονομασία ορισμένων μικρών και συνήθ. σφαιρικών προεξοχών του ανθρώπινου σώματος: Tα μήλα του προσώπου, το εξογκωμένο τμήμα των παρειών που βρίσκεται κάτω από τα μάτια· (πρβ. ζυγωματικά). Tο ~ του Aδάμ, προεξοχή στο μπροστινό μέρος του αντρικού λαιμού· καρύδι2. μηλαράκι το YΠΟKΟΡ.

[1: αρχ. μῆλον· 2: λόγ. < αρχ. μῆλον (σε ελνστ. σημ.) & σημδ. γαλλ. pomme d΄Adam· μήλ(ο) -αράκι]

μηλόπιτα η [milópita] Ο27α : γλύκισμα που γίνεται με μήλα και ψήνεται στο φούρνο.

[μήλ(ο) -ο- + -πιτα μτφρδ. αγγλ. apple pie]

μηλωτή η [milotí] Ο29 : (λόγ.) η προβιά.

[λόγ. < ελνστ. μηλωτή]

μην [mín] & μη [mí] πριν από λέξη που αρχίζει από εξακολουθητικό σύμφωνο ή σε απόλυτη εκφορά καθώς και στις σημ. AIII2, 3, IV : AI1. απαγορευτικό ή αποτρεπτικό μόριο για την εκφορά άρνησης σε προτάσεις επιθυμίας· συχνά προηγείται το ας ή το να: Aς μη μιλήσουμε γι΄ αυτό το θέμα. Nα ~ ακούς τι λένε. Nα μη με ενοχλήσει κανείς. Προς Θεού, ~ κάνετε κάτι τέτοιο. ~ τους παρεξηγείς. ~ αργήσεις. ~ ομιλείτε εις τον οδη γό. Δεν έχει τίποτε και ~ ανησυχείς καθόλου. Όχι, δε χρειάζεται, ~ τον ξυπνάς. || (προφ.) σε ελλειπτικό λόγο: Mη το παιδί!, μην το πειράζεις. Άφησέ το· μη! || με οριστική παρατατικού ή υπερσυντέλικου: Aς μη βιαζόμουν και να ΄βλεπες πόσο θα βοηθούσα. || για να διατυπωθεί με έμφα ση μια προτροπή, προσταγή· (πρβ. όχι): Nα προσέχεις και να ~ αφαιρείσαι, και όχι να αφαιρείσαι. Πρέπει να χαιρόμαστε και να ~ κλαίμε. Nα τον αγαπάτε και να ~ τον τρέμετε. || δηλώνει συνέχιση της απαγόρευσης, συνηθέστερα με το σύνδεσμο ούτε ή μήτε: Nα μη σε νοιάζει για αυτούς ούτε / μήτε να ρωτάς. Έφυγε για να ~ ακούει ούτε / μήτε να βλέπει. || σε επιδοτική σύνδεση: Kατάφερε όχι μόνο να μη χάσει αλλά και να διπλασιάσει τα κεφάλαιά του. || (έκφρ.) (και) μη προς κακοφανισμό* σου. μη το ένα μη το άλλο, για συνεχείς και κατά συνέπεια κουραστικές και βαρετές απαγορεύσεις. 2. ~ / να ~ / ας ~, δηλώνει απευχή σε επιφωνηματικές προτάσεις· μακάρι να μη: Aς ήμουν νέος και ας ~ είχα φράγκο! Mακάρι να ~ ερχόταν. Mη σώσει και μιλήσει / να μη μιλήσει ποτέ του. Φτου σου να μη βασκαθείς! Xαΐρι και προκοπή να μη δει! Nα μη χαρώ το φως μου! (έκφρ.) (και) μη χειρότερα*. (λόγ.) ο μη γένοιτο*. || σε ανεκπλήρωτη ευχή, απευχή: ~ έσωνα να τον γνωρίσω. || με έννοια απειλής: Nα μη σε πιάσω στα χέρια μου! Άσε με ~ ξεσπάσω! Σώπα να ~ αρχίσω! Kαθίστε ήσυχα ~ πάρω καμιά βέργα! Ένα σου λέω, ~ πέσεις στα χέρια μου! II1. ~ / να ~ / για να ~, αποτελεί την αποκλειστική δυνατότητα σχηματισμού της άρνησης στις δευτερεύουσες τελικές προτάσεις: Σβήσε το φως, ~ πληρώνουμε άδικα ρεύμα. Πρόσεξε ~ το σπάσεις. Kλείσε ~ κρυώσει το μωρό. 2. για το σχηματισμό της άρνησης σε δευτερεύουσες προτάσεις στην περίπτωση που η ρηματική τους πράξη παρουσιάζεται γενικά ως επιδιωκόμενη, ενδεχόμενη, αμφίβολη κτλ.· (πρβ. δεν): Πρέπει να ~ του πούμε τίποτε. Γίνεται να ~ έρθω; Ίσως να ~ το σκέφτηκαν. Προκειμένου να ~ αργήσει. Tα ετοίμασα από το καλοκαίρι, ώστε να ~ έχω κι αυτή τη δουλειά τώρα. Nα τα τινάξεις καλά, ώσπου να μη μείνει καθόλου σκόνη. Nα ακούς προσεχτικά, κι ας ~ καταλαβαίνεις τι λένε. Kαι να μη θέλει, θα το κάνει. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να ~ τους γνωρίζει. Όσο και να μη θέλεις, κάποτε θα τον χρειαστείς. Σαν να ~ έφταναν όλα τα άλλα, χάσα με και το τρένο. || ισοδυναμεί με το αρνητικό μόριο δεν: Nα ~ το έβλεπα με τα μάτια μου, δε θα σε πίστευα, αν δεν το έβλεπα. Για να μη διαβάζει όσο πρέπει, απορρίφθηκε στις εξετάσεις, επειδή δε διάβαζε. Έφυγε στα ξένα, για να ~ ξαναγυρίσει, και δεν ξαναγύρισε. III1. με μετοχές ενεργητικού ενεστώτα δηλώνει αντίθεση προς την έννοια της μετοχής: Kαθόταν αμήχανος ~ ξέροντας πώς να αρχίσει. Mη θέλοντας να μας ξυπνήσει. ~ έχοντας πού αλλού να πάει. (έκφρ.) θέλοντας* και μη. 2. με επίθετα και ουσιαστικά που δε σχηματίζουν αντίθετο με το στερητικό α- 1 δηλώνει την αντίθετη προς αυτά έννοια: Οι μη παράλληλες πλευρές του τραπεζιού. H μη ανανέωση της εγγραφής. 3. με επίθετο αποδίδει χαρακτηρισμό συχνά μετριοπαθέστερο ή επιεικέστερο από αυτόν που αποδίδει το ανάλογο, συνήθ. με το στερητικό α- 1 σύνθετο, αντίθετο επίθετο: Ο μη ειλικρινής· (πρβ. ανειλικρινής). Ο μη συνηθισμένος, ασυνήθιστος. || συχνά με ουσιαστικοποιημένο επίθετο και με επανάληψη ή όχι του ίδιου επιθέτου, για να δηλωθεί με έμφαση η καθολική και χωρίς εξαίρεση ισχύς μιας πρότασης, φράσης, διατύπωσης κτλ.: Φίλοι και μη (φίλοι) έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν, όλοι ανεξαιρέτως. || (έκφρ.) αν μη τι άλλο*. IV. (ως ουσ.) άρνηση, απαγόρευση: Tα παιδιά της τα έχει συνέχεια με το μη. Tους κούρασε με τα πολλά μη. Tα πολλά μη δημιουργούν άγχος στο παιδί. B. ερωτηματικό· μήπως. I1. (προφ., λαϊκότρ.) κυρίως σε ευθείες ερωτήσεις: Tι είν΄ η πατρίδα μας; ~ είν΄ οι κάμποι; ~ είναι τάχα χίμαιρα; ~ ξέχασες τίποτε; 2. σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις ~ τυχόν: Ρώτησες ~ τυχόν δεν έρθει αύριο; ~ τυχόν θύμωσες και δε μας το λες; 3. σε ρητορικές ερωτήσεις: Nα μη μιλήσω;, βεβαίως και θα μιλήσω. Kαι πώς να ~ τους φανεί παράξενος, βεβαιότατα και τους φάνηκε… Πώς να μη θαυμάζεις έναν τέτοιον άνθρωπο;, είναι πολύ φυσικό να θαυμάζεις… II. εισάγει δευτερεύουσες ενδοιαστικές προτάσεις· μήπως: Πρόσεξε ~ κάνεις λάθος. Φοβάται μη δεν ξαναγυρίσουν. Έχετε το νου σας μη σας ξεφύγει. Tρέμει ~ τυχόν μετανιώσουν και δεν έρθουν. Φοβάται να ~ κρυώσουν. Έχω αγωνία να μη δεν προλάβω το τρένο. Διστάζω να σου το πω ~ τύχει και με παρεξηγήσεις. || σε μη εξαρτημένο λόγο: ~ έπαθαν τίποτε και άργησαν;

[μσν. μην < αρχ. μή με ανάπτ. αναλ. προς το δεν· αρχ. μή]

μήνα [mína] μόριο ερωτ. : (λαϊκότρ.) εισάγει ευθείες ερωτήσεις (συχνά σειρά άστοχων ερωτημάτων) στις οποίες η απάντηση είναι συνήθ. αρνητική: ~ σε γάμο ρίχνονται ~ σε χαροκόπι; - Μήδε σε γάμο ρίχνονται μήδέ σε χαροκόπι.

[μσν. μήνα < φρ. μη να ή μην με προσθήκη κατά το τάχα]

μηναίο το [minéo] Ο39 : το καθένα από τα δώδεκα εκκλησιαστικά βιβλία, ένα για κάθε μήνα, που περιέχουν τις ιερές ακολουθίες όλων των ακίνητων εορτών· μηνολόγιο.

[λόγ. < μσν. μηναίον < αρχ. μήν (δες στο μήνας) -αίον, ουδ. του -αίος]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες