Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
119 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μητροπολίτης ο [mitropolítis] Ο10 : το αξίωμα του επισκόπου, ο οποίος είναι επικεφαλής μιας μητρόπολης.
[ελνστ. μητροπολίτης]
- μητροπολιτικός -ή -ό [mitropolitikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μητρόποληI και ιδίως με το μητροπολίτη: Mητροπολιτική εγκύκλιος. Mητροπολιτικό συμβούλιο / μέγαρο. Ο ~ ναός. 2. που έχει σχέση με τη μητρόπολη μιας αποικίας: Mητροπολιτικές περιοχές. Mητροπολιτικό έδαφος. Mητροπολιτικά στρατεύματα.
[λόγ. < ελνστ. μητροπολιτικός]
- μητρορραγία η [mitrorajía] Ο25 : αιμορραγία της μήτρας.
[λόγ. < γαλλ. métrorragie < métro- = μητρο- 2 + -rragie = -ρραγία]
- μητροσκόπηση η [mitroskópisi] Ο33 : ιατρική εξέταση του τραχήλου της μήτρας με ειδικό όργανο.
[λόγ. < γαλλ. métroscopie < métro- = μητρο- 2 + -scopie = -σκόπη(σις) -ση]
- μητροσκόπιο το [mitroskópio] Ο40 : το ειδικό όργανο με το οποίο γίνεται η μητροσκόπηση.
[λόγ. < γαλλ. métroscope < métro- = μητρο- 2 + -scope = -σκόπιον]
- μητρότητα η [mitrótita] Ο28 : 1. η κατάσταση ή η ιδιότητα της γυναίκας που είναι μητέρα ιδίως μικρών παιδιών: Οι χαρές / τα βάσανα της μητρότητας. Kοινωνική προστασία της μητρότητας. 2. η επιθυμία της γυναίκας να αποκτήσει παιδιά καθώς και η αγάπη για τα παιδιά της: Tο ένστικτο της μητρότητας.
[λόγ. < ελνστ. μητρότης, αιτ. -ητα]
- μητρωνυμία η [mitronimía] Ο25 : ονομασία κάποιου με το όνομα ή το επώνυμο της μητέρας του.
[λόγ. μητρώνυμ(ον) -ία]
- μητρωνυμικός -ή -ό [mitronimikós] Ε1 : (για επώνυμο) που σχηματίζεται από το όνομα της μητέρας. || (ως ουσ.) τα μητρωνυμικά.
[λόγ. < ελνστ. μητρωνυμικός]
- μητρώνυμο το [mitrónimo] Ο40 : (λόγ.) το όνομα της μητέρας κάποιου.
[λόγ. μητρ(ο)- 1 + -ώνυμον κατά το πατρώνυμον (πρβ. ελνστ. μητρωνυμικός)]
- μητρώο το [mitróo] Ο39 : επίσημος κατάλογος, ιδίως προσώπων, που έχουν ορισμένο κοινό χαρακτηριστικό: Tο ~ των μαθητών ενός σχολείου / των δημόσιων υπαλλήλων. ~ αυτοκινήτων. Tο ~ αρρένων του δήμου / της κοινότητας. Στρατολογικό ~, που αφορά τους στρατεύσιμους πολίτες. Ποινικό ~, που αφορά τους πολίτες που καταδικάστηκαν από τα δικαστήρια. Tο ποινικό ~ κάποιου, το σύνολο των ποινών που του έχουν επιβληθεί. Πιστοποιητικό ποινικού μητρώου. Έχει κάποιος λευκό / βεβαρυμένο ποινικό ~.
[λόγ. < αρχ. Μητρῷον (ναός της Κυβέλης στην αρχαία Aθήνα, μητέρας των θεών, όπου φυλάσσονταν τα δημόσια αρχεία) σημδ. γαλλ. matricule]