Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
119 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μηρός ο [mirós] Ο17 : (ανατ.) το άνω τμήμα του ανθρώπινου κάτω άκρου, το οποίο αρχίζει από το γόνατο και τελειώνει στη λεκάνη, καθώς και το αντίστοιχο τμήμα του ποδιού των πτηνών ή του πισινού ποδιού των ζώων· μπούτι: Οστό του μηρού.
[λόγ. < αρχ. μηρός]
- μηρυκάζω [mirikázo] Ρ2.1α : 1. (για ζώο) επαναφέρω την τροφή από το στομάχι στη στοματική κοιλότητα και τη μασώ καλά πριν να την καταπιώ: Kατσίκα / πρόβατο / αγελάδα που μηρυκάζει την τροφή. 2. (μτφ.) επαναλαμβάνω τα ίδια λόγια.
[λόγ. < αρχ. μηρυκάζω]
- μηρυκασμός ο [mirikazmós] Ο17 : 1. (βιολ.) η φυσιολογική λειτουργία ορισμένων θηλαστικών κατά την οποία αυτά επαναφέρουν την τροφή από το στομάχι στη στοματική κοιλότητα και τη μασούν καλά πριν να την καταπιούν. 2. (μτφ.) επανάληψη ίδιων λόγων.
[λόγ. μηρυκασ- (μηρυκάζω) -μός (πρβ. ελνστ. μηρυκισμός)]
- μηρυκαστικός -ή -ό [mirikastikós] Ε1 : (για ζώο) που μηρυκάζει την τροφή του: Mηρυκαστικό ζώο. || (ως ουσ.) το μηρυκαστικό: H κατσίκα ανήκει στα μηρυκαστικά. H φίλη σου μασάει όλη τη μέρα μαστίχα σαν μηρυκαστικό.
[λόγ. μηρυκασ- (μηρυκάζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. ruminant]
- μήτε [míte] σύνδ. συμπλεκτ. : 1. συνδέει παρατακτικά δύο αποφατικές προτάσεις επιθυμίας· συχνά στη θέση του χρησιμοποιείται ο σύνδεσμος ούτε: Nα μη μιλάς πια γι΄ αυτό ~ να το σκέφτεσαι, και ούτε να
|| συχνά με τη μορφή να μη(ν)
και ~ και να για περισσότερη έμφαση στο δεύτερο μέρος: Nα μη ρωτάς και ~ και να ανησυχείς γι΄ αυτόν, και ούτε και να
|| με έμφαση και στα δύο συμπλεκόμενα μέρη: Σου εύχομαι ~ να δεις ~ να ακούσεις τέτοιο κακό, ούτε να
ούτε να
|| σε επιδοτική αποφατική σύνδεση προτάσεων ή όρων: Ο γιατρός είπε όχι μόνο να μην είναι όρθια, αλλά ~ και να κάθεται, αλλά ούτε και να
2. κάποτε χρησιμοποιείται στη θέση του συνδέσμου ούτε, συνήθ. για να δηλώσει ότι είναι αδύνατο να ισχύσει αυτό που αναφέρεται: Δεν μπορεί να δίνει τέτοιες ελπίδες ~ στον εαυτό του, ούτε. Δεν έβλεπες ~ τη μύτη σου, ούτε τη μύτη σου.
[αρχ. μήτε, μήτε μήτε ]
- μητέρα η [mitéra] Ο26 : 1α. η γυναίκα σε σχέση με τα παιδιά που αυτή έχει γεννήσει ή υιοθετήσει· μάνα: Είναι ορφανός από ~. Γιορτή της μητέρας. Φρόντισε για τα παιδιά του άντρα της σαν αληθινή ~, τα περιποιήθηκε πολύ. Mητέρα του Θεού, η Παναγία. || ως προσφώνηση για την πεθερά. β. το θηλυκό ζώο σε σχέση με τα μικρά που αυτό έχει γεννήσει: Γατάκια που περιμένουν τη ~ τους για να θηλάσουν. 2. (μτφ.) α. για πρόσωπο που φροντίζει για τους άλλους όπως η μητέρα για τα παιδιά της: Είναι ~ για τους φτωχούς / τα ορφανά. β. για την καταγωγή, την προέλευση ή την πρώτη εμφάνιση ζώων, φυτών, ανθρώπινων δημιουργημάτων κτλ.: H ~ πατρίδα / φύση. H Ελλάδα είναι ~ των επιστημών. ~ γη, από την οποία προέρχονται τα πάντα. ~ γλώσσα, από την οποία προέρχονται εξελικτικά κάποιες άλλες· πρωτογλώσσα. || (έκφρ.) η επανάληψη* είναι ~ της μαθήσεως.
μητερούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. μητέρα < αρχ. μήτηρ, αιτ. -έρα· μητέρ(α) -ούλα]
- μήτρα η [mítra] Ο25 : 1. όργανο της γυναίκας και των θηλυκών θηλαστικών, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το έμβρυο: Σώμα / τράχηλος / τοιχώματα / διαστολή της μήτρας. Kαρκίνος / πτώση της μήτρας. ΦΡ πέφτει η ~ κάποιου, ειρωνικά, παθαίνει κτ. σοβαρό, ανεπιθύμητο: Tι θα πάθεις δηλαδή αν κάνεις εσύ την αρχή; θα σου πέσει η ~; 2α. κάθε στερεό σώμα με κοιλότητα ορισμένου σχήματος, μέσα στην οποία χύνουν ρευστοποιημένο υλικό, το οποίο, όταν στερεοποιηθεί, παίρνει αυτό το σχήμα· καλούπι: H ~ ενός χάλκινου αγάλματος. β. (μτφ.) το πρότυπο.
[1: αρχ. μήτρα· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. matrice]
- μητριά η [mitriá] Ο24 : η γυναίκα κάποιου σε σχέση με τα παιδιά που αυτός έχει από άλλη γυναίκα: Mεγάλωσε με ~, αυτή όμως τον αγάπησε σαν αληθινό παιδί της. Σαν την κακιά ~.
[αρχ. μητρυϊά]
- μητριαρχία η [mitriarxía] Ο25 : (κοινων.) σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο υπολογίζεται μόνο η μητρική συγγένεια ενώ συνήθ. η γυναίκα (μητέρα) κατέχει την κυρίαρχη θέση στην κοινωνία και στην οικογένεια· (πρβ. πατριαρχία 2).
[λόγ. μητρι- + -αρχία κατά το πατριαρχία μτφρδ. γαλλ. matriarcat]
- μητριαρχικός -ή -ό [mitriarxikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μητριαρχία· (πρβ. πατριαρχικός): Mητριαρχική κοινωνία.
[λόγ. μητριαρχ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. matriarcal]