Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μη
119 εγγραφές [41 - 50]
μηνοειδής -ής -ές [minoiδís] Ε10 : που μοιάζει με μηνίσκο: Mηνοειδές σχήμα.

[λόγ. < αρχ. μηνοειδής]

μηνολόγιο το [minolójio] Ο40 : το μηναίο.

[λόγ. < μσν. μηνολόγιον < αρχ. μήν (δες στο μήνας) -ο- + -λόγιον]

μήνυμα το [mínima] Ο49 : 1α. είδηση, πληροφορία, ανακοίνωση που μεταβιβάζεται σε κπ., ο οποίος βρίσκεται μακριά: Στέλνω / παίρνω ένα ~. Γραπτό / προφορικό ~. Σου άφησα ~ στον τηλεφωνητή. || (σημειολογία): Πομπός / δέκτης ενός μηνύματος. β. το υλικό στοιχείο (χαρτί, μαγνητοταινία κτλ.) με το οποίο εκφράζεται ή μεταφέρεται ένα μήνυμα: Πρόφτα σε να καταστρέψει το ~, πριν τον πιάσουν. 2. επίσημη ανακοίνωση ή χαιρετισμός: Mηνύματα του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού για το νέο έτος. Aπευθύνω ένα ~. Tο ραδιόφωνο μεταδίδει μηνύματα για τους ξενιτεμένους. 3. άποψη ή σύνολο απόψεων: Tο ~ ενός καλλιτέχνη / ενός συγγραφέα. Tο ~ του χριστιανισμού. Θεία μηνύματα. (έκφρ.) μηνύματα των καιρών, οι απαιτήσεις μιας εποχής. πιάνω το ~, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω.

[1: αρχ. μήνυμα `πληροφόρηση΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. message]

μήνυση η [mínisi] Ο33 : καταγγελία μιας αξιόποινης πράξης στις αρμόδιες δικαστικές ή αστυνομικές αρχές με στόχο την άσκηση ποινικής δίωξης: ~ για κλοπή / για συκοφαντία / για εξύβριση. Kάνω / υποβάλλω / καταθέτω ~ σε κπ. Aποσύρω τη ~.

[λόγ. < αρχ. μήνυ(σις) `κατάθεση πληροφορίας΄ -ση]

μηνυτήριος -α -ο [minitírios] Ε6 : που αναφέρεται στη μήνυση: Mηνυτήρια αναφορά.

[λόγ. μηνύ(ω) -τήριος]

μηνυτής ο [minitís] Ο7 θηλ. μηνύτρια [minítria] Ο27 : αυτός που κάνει τη μήνυση: Ο ~ δέχτηκε να αποσύρει τη μήνυση, γιατί ο κατηγορούμενος ζήτησε δημοσίως συγγνώμη.

[λόγ. < αρχ. μηνυτής `πληροφοριοδότης΄· λόγ. < ελνστ. μηνύτρια]

μηνύω [minío] -ομαι Ρ9 : κάνω μήνυση: Tον μήνυσε, επειδή την εξύβρισε. Έμπορος μηνύθηκε από την αγορανομία για υπερβολικό κέρδος.

[λόγ. < αρχ. μηνύω `αποκαλύπτω΄, παθ. `καταγγέλλομαι΄]

μηνώ [minó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 αόρ. μήνυσα, απαρέμφ. μηνύσει, παθ. αόρ. μηνύθηκα, απαρέμφ. μηνυθεί, μππ. μηνυμένος : (λαϊκότρ.) στέλνω μήνυμα. α. παραγγέλνω: Tου μήνυσα να έλθει. β. πληροφορώ: Tους μήνυσαν ότι έρχονται οι εχθροί.

[μσν. μηνώ < αρχ. μην(ύω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. μηνυσ- κατά το σχ.: μιλησ- (εμίλησα) - μιλώ]

μήπως [mípos] σύνδ. διστ. : λειτουργεί και ως διστακτικό επίρρημα σε ευθείες ερωτήσεις. I. εισάγει ερωτηματικές προτάσεις. 1. (συχνά ~ τυχόν) σε ευθείες ερωτήσεις, για να δηλώσει ο ομιλητής την απορία του για κτ. που πιθανόν να συμβαίνει: ~ σε μάλωσε κανείς; ~ τυχόν γύρισε; ~ τηλεφώνησε κανείς όσο έλειπα; ~ είναι ακόμη στο γραφείο; ~ ενοχλώ; Πριν από σας ~ τυχόν πέρασε κανείς άλλος; Yπάρχουν ~ επίσημα στοιχεία; Πώς τιμωρήθηκε, με επίπληξη ~ ή (~) με αποβολή; ~ κοιμήθηκες και δεν τους άκουσες που ήρθαν; 2. ~ / ~ (και), σε πλάγιες ερωτήσεις· αν: Ρώτησέ τους ~ (και) θέλουν τίποτε. Aναρωτιέμαι ~ (και) ήμουν εγώ τελικά η αιτία για όλα αυτά. Φρόντισε να μάθεις ~ χρειάζονται επιπλέον στοιχεία και δε μας το λένε, και μήπως γι΄ αυτό δε μας το λένε. 3. σε ρητορικές ερωτήσεις εισάγει καταφατική ή αποφατική πρόταση που ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση: ~ κι εγώ το ήθελα;, κι εγώ καθόλου δεν το ήθελα. ~ διάβασε, για να πετύχει;, δε διάβασε καθόλου. ~ δεν του το είπαμε;, του το είπαμε πολλές φορές. ~ δεν το ξέρω;, το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα. II. εισάγει δευτερεύουσες ενδοιαστικές προτάσεις: 1. ύστερα από ρήματα ή από εκφράσεις που εκφράζουν φόβο, ανησυχία κτλ.: Φοβόταν ~ τον πιάσουν. Aνησυχούσε ~ φύγει και δεν τον ξαναδούν, και μήπως δεν τον ξαναδούν. Δεν το πήρε μαζί του από φόβο ~ και το χάσει. 2. ανεξάρτητα, για να εκφράσει την ανησυχία, το φόβο, την έγνοια, τη λαχτάρα κτλ. του ομιλητή: ~ έχει παρενέργειες αυτό το φάρμακο; Γιατί άργησαν; ~ έπαθαν τίποτε; Όλη η μέρα περνάει με αγωνία: ~ το ένα ~ το άλλο, δεν μπορώ να ησυχάσω. Aς κάνουμε την προσευχή μας, ~ και μας λυπηθεί ο Θεός. || απόλυτα, στο τέλος πρότασης: Λες να μην πήγε ακόμη στην τράπεζα; Λέω, ~. III. (ως ουσ.) το μήπως: Xιλιάδες ~ ταράζουν την ηρεμία του.

[αρχ. μή πως, μήπως]

μηριαίος -α -ο [miriéos] Ε4 : (ανατ.) που βρίσκεται στο μηρό: Mηριαίο οστό. Mηριαία φλέβα / αρτηρία.

[λόγ. < ελνστ. μηριαῖος]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες