Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μηχανοργάνωση η [mixanorγánosi] Ο33 : οργάνωση, ιδίως εργασιών, που γίνεται ύστερα από την εισαγωγή ηλεκτρονικών υπολογιστών σε μια υπηρεσία, σε έναν οργανισμό κτλ.: Mηχανογράφηση και ~. Δαπάνες απαραίτητες για τη ~ της εταιρείας.
[λόγ. μηχαν(ο)- + οργάνω(σις) -ση]



