Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μηχανοποίητος -η -ο [mixanopíitos] Ε5 : για κτ. που το έχουν κατασκευάσει με κάποιο μηχανικό μέσο και όχι με τα χέρια. ANT χειροποίητος: Mηχανοποίητο χαλί.
[λόγ. μηχανο- + -ποίητος]



