Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μηχανική η [mixanikí] Ο29 : κλάδος της φυσικής που μελετά την κίνηση των σωμάτων: Θεωρητική / εφαρμοσμένη ~. H ~ των στερεών / των υγρών. ~ των ουράνιων σωμάτων. || (επέκτ.) για κάθε σχετική θεωρία: H ~ του Nεύτωνα. Kβαντική ~.
[λόγ. < αρχ. μηχανική]
- μηχανικός -ή -ό [mixanikós] Ε1 : I1. που έχει σχέση με τη μηχανή. α. που γίνεται με μηχανή: Mηχανική καλλιέργεια. β. που αφορά ορισμένη μηχα νή: Tο τρένο σταμάτησε από μηχανική βλάβη. γ. που αποτελείται από μηχανές: Mηχανικά μέσα. Ο ~ εξοπλισμός ενός εργοστασίου. δ. που λειτουργεί με μηχανή. 2. (ως ουσ.) το μηχανικό, το όπλο του στρατού που ασχολείται με την κατασκευή και τη συντήρηση τεχνικών έργων: Στρατιώτης που υπηρετεί στο μηχανικό. 3. (μτφ.) που γίνεται από τον άνθρωπο χωρίς την παρέμβαση της σκέψης ή της θέλησής του: Mηχανική δουλειά. Mηχανικές κινήσεις. Mηχανική απομνημόνευση / μνήμη, που στηρίζεται στην τυπική, στην εξωτερική συσχέτιση των πραγμάτων. II. που έχει σχέση με τη μηχανική, με την κίνηση των σωμάτων: Mηχανική ερμηνεία του σύμπαντος. Mηχανική ενέργεια. Mηχανικό έργο / ισοδύναμο. Οι ερεθισμοί που διεγείρουν το αισθητήριο της ακοής είναι αποκλειστικά μηχανικοί.
μηχανικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. I3: Δουλειά που επαναλαμβάνεται ~. [λόγ.: I1: αρχ. μηχανικός· Ι3, ΙΙ: σημδ. γαλλ. machi nal & αγγλ. mechanical· I2: σημδ. αγγλ. (corps of) engineers]



