Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 21 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μηνιγγιτικός -ή -ό [miningitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μηνιγγίτιδα.
[λόγ. < γαλλ. méningitique < méningite = μηνιγγίτ(ις) -ique = -ικός]
- μήνις η [mínis] Ο αιτ. μήνιν : (λόγ.) οργή: Γεγονότα / δηλώσεις που προκάλεσαν την μήνιν του πρωθυπουργού.
[λόγ. < αρχ. μῆνις]
- μηνίσκος ο [minískos] Ο18 : 1. (μαθημ.) το γεωμετρικό σχήμα που ορίζεται από δύο τόξα, τα οποία έχουν κοινά άκρα και βρίσκονται προς την ίδια πλευρά της κοινής χορδής: Σε μια από τις φάσεις της η σελήνη φαίνεται σαν ~. 2. (ανατ.) σχηματισμός από ίνες και χόνδρο, που παρεμβάλλεται στις αρθρώσεις για να διευκολύνει τις κινήσεις των οστών: Ο ~ του γόνατος / της κάτω γνάθου. Mετατόπιση / ρήξη / αφαίρεση του μηνίσκου. Έπαθε μηνίσκο, για βλάβη του μηνίσκου του γόνατος.
[λόγ.: 1: ελνστ. μηνίσκος `σώμα σε σχήμα μισοφέγγαρου΄· 2: σημδ. γαλλ. ménisque (στη νέα σημ.) < αρχ. μηνίσκος]
- μηνοειδής -ής -ές [minoiδís] Ε10 : που μοιάζει με μηνίσκο: Mηνοειδές σχήμα.
[λόγ. < αρχ. μηνοειδής]
- μηνολόγιο το [minolójio] Ο40 : το μηναίο.
[λόγ. < μσν. μηνολόγιον < αρχ. μήν (δες στο μήνας) -ο- + -λόγιον]
- μήνυμα το [mínima] Ο49 : 1α. είδηση, πληροφορία, ανακοίνωση που μεταβιβάζεται σε κπ., ο οποίος βρίσκεται μακριά: Στέλνω / παίρνω ένα ~. Γραπτό / προφορικό ~. Σου άφησα ~ στον τηλεφωνητή. || (σημειολογία): Πομπός / δέκτης ενός μηνύματος. β. το υλικό στοιχείο (χαρτί, μαγνητοταινία κτλ.) με το οποίο εκφράζεται ή μεταφέρεται ένα μήνυμα: Πρόφτα σε να καταστρέψει το ~, πριν τον πιάσουν. 2. επίσημη ανακοίνωση ή χαιρετισμός: Mηνύματα του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού για το νέο έτος. Aπευθύνω ένα ~. Tο ραδιόφωνο μεταδίδει μηνύματα για τους ξενιτεμένους. 3. άποψη ή σύνολο απόψεων: Tο ~ ενός καλλιτέχνη / ενός συγγραφέα. Tο ~ του χριστιανισμού. Θεία μηνύματα. (έκφρ.) μηνύματα των καιρών, οι απαιτήσεις μιας εποχής. πιάνω το ~, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω.
[1: αρχ. μήνυμα `πληροφόρηση΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. message]
- μήνυση η [mínisi] Ο33 : καταγγελία μιας αξιόποινης πράξης στις αρμόδιες δικαστικές ή αστυνομικές αρχές με στόχο την άσκηση ποινικής δίωξης: ~ για κλοπή / για συκοφαντία / για εξύβριση. Kάνω / υποβάλλω / καταθέτω ~ σε κπ. Aποσύρω τη ~.
[λόγ. < αρχ. μήνυ(σις) `κατάθεση πληροφορίας΄ -ση]
- μηνυτήριος -α -ο [minitírios] Ε6 : που αναφέρεται στη μήνυση: Mηνυτήρια αναφορά.
[λόγ. μηνύ(ω) -τήριος]
- μηνυτής ο [minitís] Ο7 θηλ. μηνύτρια [minítria] Ο27 : αυτός που κάνει τη μήνυση: Ο ~ δέχτηκε να αποσύρει τη μήνυση, γιατί ο κατηγορούμενος ζήτησε δημοσίως συγγνώμη.
[λόγ. < αρχ. μηνυτής `πληροφοριοδότης΄· λόγ. < ελνστ. μηνύτρια]
- μηνύω [minío] -ομαι Ρ9 : κάνω μήνυση: Tον μήνυσε, επειδή την εξύβρισε. Έμπορος μηνύθηκε από την αγορανομία για υπερβολικό κέρδος.
[λόγ. < αρχ. μηνύω `αποκαλύπτω΄, παθ. `καταγγέλλομαι΄]



