Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
733 εγγραφές [671 - 680] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετζίτι το [medzíti] Ο44 : ονομασία παλιού τουρκικού νομίσματος.
[τουρκ. mecit (από τα αραβ.) -ι]
- μετζοσοπράνο η [medzosopráno] Ο (άκλ.) : η μεσόφωνος.
[ιταλ. mezzo soprano]
- μετοικεσία η [metikesía] Ο25 : (λόγ.) αλλαγή του τόπου μόνιμης διαμονής.
[λόγ. < ελνστ. μετοικεσία `μετανάστευση΄ (ιδ. των Ιουδαίων)]
- μετοίκηση η [metíkisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του μετοικώ.
[λόγ. < αρχ. μετοίκη(σις) `αλλαγή κατοικίας, μετανάστευση΄ -ση]
- μετοικίζω [metikízo] Ρ2.1α : μεταφέρω ανθρώπους από έναν τόπο και τους εγκαθιστώ σε κπ. άλλο.
[λόγ. < αρχ. μετοικίζω]
- μέτοικος ο [métikos] Ο20α : 1. (ιστ.) ξένος που ήταν μόνιμα εγκατεστημένος σε αρχαία ελληνική πόλη, ιδίως στην Aθήνα, και δεν είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα: Οι κάτοικοι της αρχαίας Aθήνας χωρίζονταν σε ελεύθερους πολίτες, μετοίκους και δούλους. 2. μετανάστης.
[λόγ. < αρχ. μέτοικος]
- μετοικώ [metikó] Ρ10.9α : α. αλλάζω κατοικία, εγκαθίσταμαι σε άλλο σπί τι: Tο γράμμα επιστρέφεται, γιατί ο παραλήπτης έχει μετοικήσει. β. αλλά ζω τόπο μόνιμης διαμονής: Ο φόβος των πειρατών υποχρέωνε τους κατοίκους των παράλιων περιοχών να μετοικούν στα ενδότερα.
[λόγ. < αρχ. μετοικῶ]
- μετονομάζω [metonomázo] -ομαι Ρ2.1 : αλλάζω το όνομα σε κπ. ή σε κτ., του δίνω άλλο όνομα: H Πετρούπολη μετά την επανάσταση του 1917 μετονομάστηκε σε Λένινγκραντ, ύστερα όμως από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος ξαναπήρε το παλιό της όνομα.
[λόγ. < αρχ. μετονομάζω]
- μετονομασία η [metonomasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετονομάζω: ~ οδού / πλατείας / χωριού.
[λόγ. < ελνστ. μετονομασία]
- μετονοματικός -ή -ό [metonomatikós] Ε1 : (γλωσσ.) για λέξη που παράγεται από όνομα (ουσιαστικό ή και επίθετο): Mετονοματικά ρήματα. || Mετονοματικό επίθημα, που παράγει άλλες λέξεις από ονόματα (ουσιαστικά ή και επίθετα).
[λόγ. μετ(α)- ονοματικός μτφρδ. γερμ. deno minativ ή γαλλ. dénominatif]