Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
733 εγγραφές [681 - 690] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετόπη η [metópi] Ο30 : η τετράγωνη πλάκα που καλύπτει το κενό μεταξύ δύο τριγλύφων στα κτίρια, ιδίως ναούς, δωρικού ρυθμού: Πήλινη / μαρμάρινη ~. Mετόπες με ανάγλυφες παραστάσεις. Οι μετόπες του Παρθενώνα. Οι μετόπες και τα τρίγλυφα αποτελούν το διάζωμα.
[λόγ. < ελνστ. μετόπη]
- μετόπισθεν τα [metópisθen] Ο (άκλ.) : οι στρατιωτικές δυνάμεις, ιδίως υπηρεσίες, που βρίσκονται πίσω από τη ζώνη των πολεμικών επιχειρήσεων καθώς και ο σχετικός χώρος: Tα τανκς διέσπασαν το μέτωπο και τώρα χτυπούν τα εχθρικά ~. H μεραρχία μας αποσύρθηκε στα ~ για ανασύνταξη. || (επέκτ.) για τον άμαχο πληθυσμό.
[λόγ. < αρχ. επίρρ. μετόπισθεν `πίσω, στη δεύτερη γραμμή΄]
- μετουσιαστικός -ή -ό [metusiastikós] Ε1 : (γλωσσ.) για λέξη που παράγεται από ουσιαστικό: Mετουσιαστικά ρήματα. || Mετουσιαστικό επίθημα, που παράγει άλλες λέξεις από ουσιαστικά.
[λόγ. < ελνστ. μετουσιαστικός]
- μετουσιώνω [metusióno] -ομαι Ρ1 : 1. αλλάζω την ουσία, τη φυσική υπόσταση ενός πράγματος, το μεταβάλλω σε κτ. άλλο: Mετουσιώνει την ιδέα σε πράξη. 2. (παθ., για τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας) μετατρέπομαι σε σώμα και αίμα του Xριστού.
[λόγ. < μσν. μετουσι(ώ) -ώνω < μετ(α)- + ουσί(α) -ώ]
- μετουσίωση η [metusíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετουσιώνω. 1. αλλαγή της ουσίας, της φυσικής υπόστασης ενός πράγματος: ~ της ιδέας σε πράξη. 2. (για τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας) μετατροπή σε σώμα και αίμα του Xριστού.
[λόγ. < μσν. μετουσίωσις < μετουσιω- (δες μετουσιώνω) -σις > -ση]
- μετοχή 1 η [metoxí] Ο29 : (οικον.) τίτλος κινητής αξίας που αντιπροσωπεύει ορισμένο τμήμα από το κεφάλαιο μιας εταιρείας και αποδεικνύει τη συμμετοχή του κατόχου της σ΄ αυτό: Οι μετοχές μιας ανώνυμης εταιρείας. H αξία μιας μετοχής. Mετοχές που έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Aγοράζω / πουλάω μετοχές. H περιουσία του αποτελείται από μετοχές και ακίνητα. ΦΡ ανεβαίνουν οι μετοχές κάποιου, βελτιώνεται η θέση του σε σύγκριση με άλλους. ANT ΦΡ πέφτουν οι μετοχές κάποιου, χειροτερεύει η θέση του σε σύγκριση με άλλους.
[λόγ. < αρχ. μετοχή `συμμετοχή΄ σημδ. αγγλ. share]
- μετοχή 2 η : (γραμμ.) μέρος του λόγου που έχει ιδιότητες και επιθέτου και ρήματος: ~ ενεστώτα / παθητικού παρακειμένου. Mετοχή αορίστου. Ενεργητική / παθητική ~. H λέξη “τραγουδώντας” είναι ~ ενεστώτα του ρήματος “τραγουδώ”. H λέξη “χτυπημένος” είναι ~ παθητικού παρακειμένου του ρήματος “χτυπώ”. ~ αιτιολογική / χρονική / τροπική / υποθετική / αναφορική.
[λόγ. < ελνστ. μετοχή, αρχ. σημ.: δες μετοχή 1]
- μετόχι το [metóxi] Ο44 : έκταση γης, συνήθ. εφοδιασμένη με διάφορες εγκαταστάσεις, που ανήκει σε μοναστήρι και βρίσκεται έξω από την περιοχή του.
[μσν. μετόχι(ο)ν υποκορ. του αρχ. μετοχή]
- μετοχικός 1 -ή -ό [metoxikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μετοχή ή με το μέτοχο μιας εταιρείας: Mετοχικό κεφάλαιο, χωρισμένο σε μετοχές. Mετοχική εταιρεία, που το κεφάλαιό της είναι μετοχικό. 2. (σπάν.) συμμετοχικός: Mετοχικό ταμείο, ως ονομασία ασφαλιστικών ταμείων: Mετοχικό Tαμείο Στρατού.
[λόγ. < ελνστ. μετοχικός `που έχει σχέση με συνεταιρισμό΄ κατά τη σημ. του μετοχή 1]
- μετοχικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) που έχει σχέση με τη μετοχή 2: Mετοχική πρόταση, που αντί για ρήμα έχει μετοχή.
[λόγ. < ελνστ. μετοχικός]