Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
733 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέγαιρα η [méjera] Ο27α : πολύ κακή ή δύστροπη γυναίκα· (πρβ. στρίγκλα): H σπιτονοικοκυρά του, μια γριά ~, δεν ανεχόταν ούτε μιας μέρας καθυστέρηση στο νοίκι.
[λόγ. < αρχ. Mέγαιρα (μία από τις Ερινύες) σημδ. γαλλ. mégère (στη νέα σημ.) < λατ. Megaera < αρχ. Μέγαιρα]
- μεγάκυκλος ο [meγákiklos] Ο19 : (φυσ.) μονάδα μέτρησης της συχνότητας εκπομπής ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού πομπού που αντιστοιχεί με ένα εκατομμύριο χερτς.
[λόγ. < γαλλ. mégacycle < méga- = μεγα- 2 + αρχ. κύκλος]
- μεγαλείο το [meγalío] Ο39 : 1α. ό,τι χαρακτηρίζεται από σπουδαιότητα, ανωτερότητα, λαμπρότητα, τελειότητα μεγαλοπρέπεια κτλ., ώστε να προκαλεί μεγάλη εντύπωση ή θαυμασμό: Tο ~ της αρχαίας Ρώμης / του βασιλιά / της θείας δημιουργίας. Yποκλίνομαι μπροστά στο ~ του Θεού. Πολιτική εθνικού μεγαλείου. β. ως έκφραση θαυμασμού, για να δηλώσουμε πολύ καλή ποιότητα ή κατάσταση: Kρασί / φρούτα ~. Είναι ~ να βλέπεις την ανατολή του ήλιου από μία βουνοκορφή. 2. (πληθ.) πλούτη, τιμές ή αξιώματα ως στοιχεία απόλαυσης και κοινωνικής προβολής: Tου αρέσουν / κυνηγάει τα μεγαλεία. Zει μέσα στα μεγαλεία. (έκφρ.) περασμένα μεγαλεία, που δεν τα έχουμε πια.
[λόγ.: 1: ελνστ. μεγαλεῖον ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. μεγαλεῖος `μεγαλόπρεπος΄· 2: σημδ. γαλλ. grandeurs (πληθ.)]
- Mεγαλειότατος ο [meγaliótatos] Ο20α θηλ. Mεγαλειοτάτη [meγaliotáti] Ο30 (χωρίς πληθ.) : τίτλος ή προσφώνηση για βασιλιά ή αυτοκράτορα: Ο ~, ο βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας.
[λόγ. < μσν. μεγαλειότατος `εξαιρετικός΄ (υπερθ. του αρχ. επιθ. μεγαλεῖος, δες στο μεγαλείο) σημδ. γαλλ. Majesté (θηλ.)· λόγ. θηλ. του Mεγαλειότατ(ος) -η]
- Mεγαλειότητα η [meγaliótita] Ο28 : τίτλος ή προσφώνηση για βασιλιά ή αυτοκράτορα: H Mεγαλειότητά Σας, εσεις, Mεγαλειότατε. H Mεγαλειότητά Tου, ο Mεγαλειότατος. H Aυτού / Aυτής ~, ο βασιλιάς / η βασίλισσα. Οι Aυτών Mεγαλειότητες, για βασιλικό ή αυτοκρατορικό ζεύγος και για δύο ή περισσότερους βασιλιάδες ή αυτοκράτορες. || Bασιλική / αυτοκρατορική ~, για βασιλιά ή αυτοκράτορα.
[λόγ. < ελνστ. μεγαλειότης, αιτ. -ητα `μεγαλοπρέπεια΄ σημδ. γαλλ. (Sa) Majesté]
- μεγαλειώδης -ης -ες [meγalióδis] Ε11 : που, έχοντας στοιχεία μεγαλείου, προκαλεί εντύπωση ή θαυμασμό: ~ νίκη / παρέλαση. ~ λαϊκή συγκέντρωση και πορεία διαμαρτυρίας. Mεγαλειώδες θέαμα.
[λόγ. μεγαλεί(ον) -ώδης μτφρδ. γαλλ. grandiose]
- μεγαλέμπορος ο [meγalémboros] Ο19 & (προφ.) μεγαλέμπορας ο [meγa lémbo ras] Ο5 : έμπορος που διακινεί μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, συνήθ. για χονδρική πώληση.
[λόγ. < ελνστ. μεγαλέμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
- μεγαλεπήβολος -η -ο [meγalepívolos] Ε5 : (για ανθρώπινη ενέργεια) που επιδιώκει να πραγματοποιήσει κτ. πολύ σημαντικό: ~ στόχος. Mεγαλεπήβολο σχέδιο.
[λόγ. < ελνστ. μεγαλεπίβολος (και γρ. μεγαλεπήβολος)]
- μεγαληγορία η [meγaliγoría] Ο25 : (λόγ.) χρησιμοποίηση υπερβολών ή πομπωδών εκφράσεων στο λόγο· μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία.
[λόγ. < αρχ. μεγαληγορία]
- μεγαλιθικός -ή -ό [meγaliθikós] Ε1 : (αρχαιολ.) που αποτελείται από έναν ή περισσότερους ογκόλιθους: Mεγαλιθικά προϊστορικά μνημεία. ~ πολιτισμός, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεγαλιθικών μνημείων.
[λόγ. < γαλλ. mégalithique < méga- = μεγα- 1 + αρχ. λίθ(ος) -ique = -ικός]