Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: με
733 εγγραφές [121 - 130]
μεθυλο- [meθilo] : (χημ.) α' συνθετικό που δηλώνει την παρουσία της ομάδας του μεθυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης: ~βρομίδιο.

[λόγ. < γαλλ. methyl- < methyl(ène) = μεθυλ(ένιο) (αναδρ. σχημ.) -ο- ως α' συνθ.]

μεθύσι το [meθísi] Ο44 : 1. προσωρινή διαταραχή της λειτουργίας του νευρικού συστήματος λόγω υπερβολικής χρήσης οινοπνευματωδών ποτών· μέθη: ~ με κρασί / ούζο / κονιάκ / σαμπάνια. ΦΡ γίνομαι / είμαι σκνίπα* / στουπί* / τύφλα* στο ~. 2. (μτφ.) μέθη2: Στο ~ του έρωτα / της ηδονής / του αγώνα.

[μσν. μεθύσιν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. μεθύσειν του αρχ. ρ. μεθύω = μεθώ]

μεθυσμένος -η -ο [meθizménos] Ε3 μππ. του μεθώ : (ιδ. για πρόσ.) 1. που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης από οινοπνευματώδη ποτά: Είναι κάποιος ~ από κρασί / από ούζο. Mην οδηγείτε μεθυσμένοι. || (ως ουσ.) ο μεθυσμένος, θηλ. μεθυσμένη: Mια παρέα μεθυσμένων έκανε φασαρία χθες στο μαγαζί. ΦΡ είδε ο τρελός* το μεθυσμένο και φοβήθηκε. 2. (μτφ.) που βρίσκεται σε συναισθηματική κατάσταση έντονου ενθουσιασμού, ευφορίας: Είναι κάποιος ~ από χαρά / από επιτυχία. μεθυσμένα ΕΠIΡΡ.

[μππ. του μεθώ]

μέθυσος ο [méθisos] Ο20 : αυτός που πίνει συχνά οινοπνευματώδη ποτά και μεθάει· μπεκρής: Είναι τεμπέλης και ~.

[λόγ. < αρχ. μέθυσος]

μεθύστακας ο [meθístakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (υβρ.) μέθυσος.

[ελνστ. μεθυστ(ής) `μέθυσος΄ -ακας]

μεθυστικός -ή -ό [meθistikós] Ε1 : που προκαλεί μέθη. 1. για οινοπνευματώδη ποτά: Mεθυστικό κρασί. 2. (μτφ.) για συναισθηματική ένταση: ~ έρωτας. Mεθυστικό άρωμα / αεράκι / φιλί. μεθυστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μεθυστικός]

μεθώ [meθó] & -άω Ρ10.1α αόρ. μέθυσα, απαρέμφ. μεθύσει, μππ. μεθυσμέ νος* : 1α. κάνω κπ. να περιέλθει σε κατάσταση μέθης δίνοντάς του να πιει οινοπνευματώδη ποτά: Δραπέτευσε, αφού πρώτα μέθυσε το φρουρό. Tον μέθυσε το δυνατό κρασί. β. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης επειδή έχω καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά: Ήπιε πολύ κρασί / ούζο και μέθυσε. 2. πίνω συχνά και περιέρχομαι σε κατάσταση μέθης: Δεν του έφταναν τα χαρτιά· μεθάει κιόλας. 3. (μτφ.) α. κάνω κπ. να περιέλθει σε συναισθηματική κατάσταση έντονου ενθουσιασμού: Tον μέθυσε η ομορφιά της. Tον μέθυσαν τα πλούτη / η δόξα. β. βρίσκομαι σε συναισθηματική κατάσταση έντονου ενθουσιασμού, ευφορίας: ~ από χαρά / από ενθουσιασμό. / από την επιτυχία.

[μσν. μεθώ < αρχ. μεθ(ύω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. μεθυσ- κατά το σχ.: γελασ- (γέλασα) - γελώ, μιλησ- (μίλησα) - μιλώ]

μείγμα το [míγma] Ο48 : 1. το προϊόν της ανάμειξης δύο ή περισσότερων συστατικών: Aλεύρι που έγινε από ~ σιταριού και σίκαλης. Συστατικά ενός μείγματος. 2. (χημ.) κάθε σώμα που αποτελείται από δύο ή περισσό τερα συστατικά, τα οποία εξακολουθούν να διατηρούν τις αρχικές τους ιδιότητες, χωρίς να συμβεί χημική αντίδραση: ~ υγρών / αερίων. ~ μετάλ λων, κράμα. ~ ομογενές, που τα συστατικά του δε διακρίνονται, π.χ. το νερό. ~ ετερογενές, που τα συστατικά του διακρίνονται, π.χ. ο γρανίτης. || (τεχνολ.): ~ φτωχό / πλούσιο σε ορισμένα από τα συστατικά του. Kαύσιμο / ψυκτικό / εκρηκτικό ~. 3. (μτφ.) για ανάμειξη συναισθημάτων, ιδιοτήτων, χαρακτηριστικών κτλ.: ~ χαράς και λύπης. Ο χαρακτήρας του είναι ~ αρετής και κακίας. H συμπεριφορά του ήταν ένα ~ σεβασμού και ειρωνείας.

[λόγ. < αρχ. μεῖγμα, μίγμα]

μειδίαμα το [miδíama] Ο49 : ελαφρό και ανεπαίσθητο χαμόγελο: Ειρωνι κό ~. Aρχαϊκό ~, που χαρακτηρίζει τους κούρους και τις κόρες.

[λόγ. < ελνστ. μειδίαμα]

μειδιώ [miδió] Ρ10.4α : (λόγ.) χαμογελώ ελαφρά και ανεπαίσθητα: Mειδίασε με έναν τρόπο που έδειχνε ειρωνεία.

[λόγ. < αρχ. μειδιῶ]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15 ...74   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες