Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μετριοπαθής -ής -ές [metriopaθís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από μετριοπάθεια: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Mετριοπαθείς ενέργειες. || (για ιδέα, ιδεολογία κτλ.) που δεν είναι ακραίος: ~ πολιτικός. Mετριοπαθές πολιτικό κόμμα / πρόγραμμα.
μετριοπαθώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. μετριοπαθής `που συγκρατεί τα πάθη του΄· λόγ. < ελνστ. μετριοπαθῶς]



