Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μετριοπαθής
1 item total
μετριοπαθής -ής -ές [metriopaθís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από μετριοπάθεια: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Mετριοπαθείς ενέργειες. || (για ιδέα, ιδεολογία κτλ.) που δεν είναι ακραίος: ~ πολιτικός. Mετριοπαθές πολιτικό κόμμα / πρόγραμμα. μετριοπαθώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. μετριοπαθής `που συγκρατεί τα πάθη του΄· λόγ. < ελνστ. μετριοπαθῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go