Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετονομάζω
1 εγγραφή
μετονομάζω [metonomázo] -ομαι Ρ2.1 : αλλάζω το όνομα σε κπ. ή σε κτ., του δίνω άλλο όνομα: H Πετρούπολη μετά την επανάσταση του 1917 μετονομάστηκε σε Λένινγκραντ, ύστερα όμως από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος ξαναπήρε το παλιό της όνομα.

[λόγ. < αρχ. μετονομάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες