Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταφραστής
1 εγγραφή
μεταφραστής ο [metafrastís] Ο7 θηλ. μεταφράστρια [metafrástria] Ο27 : αυτός που μεταφράζει: Kαθώς ήξερε ξένες γλώσσες, κατάφερε να προσληφθεί ως ~ σε εφημερίδα. Ο ~ ενός κειμένου / ενός βιβλίου, αυτός που το έχει μεταφράσει.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. μεταφραστής < μεταφρασ- (μεταφράζω) -τής· λόγ. μεταφρασ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες