Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταφορά η [metaforá] Ο24 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταφέρω. 1. (ιδ. για υλικό αντικ.) μετακίνηση έτσι ώστε κτ. να βρεθεί σε άλλο σημείο του χώρου, συνήθ. σχετικά απομακρυσμένο: ~ επιβατών και εμπορευμάτων. ~ με όχημα / με πλοίο / με αεροπλάνο / με ζώο. ~ υγρών / αερίων με ειδικούς αγωγούς. || (πληθ.) κλάδος της οικονομικής δραστηριότητας που αφορά τη μεταφορά προσώπων και αγαθών: Xερσαίες / θαλάσσιες / εναέριες μεταφορές. Yπουργείο / εταιρεία μεταφορών. Mαζικά μέσα μεταφορών, για λεωφορεία, τρένα κτλ. 2. (ιδ. για μη υλικό αντικ.) α. μετακίνηση σε κάποιο άλλο σημείο: ~ ερεθισμάτων στον εγκέφαλο. ~ ηλεκτρικού ρεύματος. β. για είδηση, πληροφορία κτλ. ανακοίνωση, γνωστοποίηση. γ1. απόδοση σε άλλη γλωσσική μορφή προφορικού ή γραπτού λόγου. γ2. απόδοση σε άλλη γλώσσα προφορικού ή γραπτού λόγου: ~ ενός κειμένου / ενός βιβλίου από τα αγγλικά στα ελληνικά. δ. διασκευή λογοτεχνικού έργου για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο ή το θέατρο. ε. αναπαραγωγή σε διαφορετικές συνθήκες: ~ ενός σχεδίου από το χαρτί στο ύφασμα. στ. (για νόμιμο δικαίωμα ή υποχρέωση) ένταξη σε άλλο σύνολο: ~ μαθήματος στο επόμενο έτος σπουδών / εκλογικών δικαιωμάτων σε άλλο δήμο. || (λογιστ.): ~ κονδυλίων / εγγραφών. Εις μεταφοράν. Εκ μεταφοράς. ζ. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο η σημασία μιας λέξης επεκτείνεται αναλογικά και σε άλλες συγγενικές λέξεις, που συμβαίνει να έχουν κάποια μικρή ή μεγάλη ομοιότητα με αυτήν: Στην έκφραση “κρυστάλλινη λογική” υπάρχει ~. η. (μουσ.) αλλαγή κλίμακας: Aσύνδετη ~.
[λόγ. < ελνστ. μεταφορά (2ζ: αρχ. σημ.)]



