Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταφέρω [metaféro] -ομαι Ρ αόρ. μετέφερα, απαρέμφ. μεταφέρει, παθ. αόρ. μεταφέρθηκα, απαρέμφ. μεταφερθεί, μππ. μεταφερμένος : 1. (ιδ. για υλικό αντικ.) μετακινώ κπ. ή κτ. έτσι ώστε να βρεθεί σε άλλο σημείο του χώρου, συνήθ. σχετικά απομακρυσμένο: Tο πλοίο μεταφέρει επιβάτες κι εμπορεύματα. Ο τραυματίας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. ~ κτ. στον ώμο / στην πλάτη. ~ ένα φορτίο με αυτοκίνητο / με τρένο / με πλοίο / με αεροπλάνο. Mεταφέρεται ένα μαγαζί / εργαστήριο / γραφείο
, από το χώρο, ιδίως το οίκημα, που βρίσκεται σε άλλον: Tο κατάστημα μεταφέρθηκε στην οδό Πανεπιστημίου. Mεταφερθήκαμε, μεταφέραμε το μαγαζί, μας, το εργαστήριό μας κτλ. || Tον έπιασαν να μεταφέρει ναρκωτικά / λαθραία τσιγάρα κτλ. 2. (ιδ. για μη υλικό αντικ.) α. κάνω κτ. να μετακινηθεί σε κάποιο άλλο σημείο: Tα νεύρα μεταφέρουν στον εγκέφαλο διάφο ρα ερεθίσματα. Tο ηλεκτρικό ρεύμα μεταφέρεται με μεταλλικούς αγωγούς. Πέτυχε να μεταφέρει τον πόλεμο στο εχθρικό έδαφος. β. για νοερή μετάβαση σε άλλον τόπο ή χρόνο: ~ κπ. κάπου, τον κάνω να θυμηθεί και να ξαναζήσει κτ.: Mυθιστόρημα που μας μεταφέρει σε παλιές δοξασμένες εποχές. || Οι ιδέες που το βιβλίο αυτό μεταφέρει είναι επαναστατικές για το ελληνικό κοινό. γ. για είδηση, πληροφορία κτλ., ανακοινώνω, γνωστοποιώ. δ1. για προφορικό ή γραπτό λόγο που αποδίδεται σε άλλη γλωσσική μορφή. δ2. για προφορικό ή γραπτό λόγο που αποδίδεται σε άλλη γλώσσα: ~ ένα κείμενο / ένα βιβλίο από τα αγγλικά στα ελληνικά. ε. διασκευάζω για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο ή το θέατρο λογοτεχνι κό έργο. στ. διαβιβάζω: Mου μετέφερε τους χαιρετισμούς των φίλων μου από το εξωτερικό, μου έστειλε, μου έδωσε. ζ. αναπαράγω κτ. σε διαφορετικές συνθήκες: ~ ένα σχέδιο από το χαρτί στο ύφασμα. η. (για νόμιμο δικαίωμα ή υποχρέωση) εντάσσω σε άλλο σύνολο ακολουθώντας ορισμένη διαδικασία: Φοιτητής που έχει μεταφέρει ένα μάθημα για το επόμενο έτος σπουδών. Δεν ψηφίζει στο χωριό του, γιατί έχει μεταφέρει εδώ τα εκλογικά του δικαιώματα. ~ ένα (χρηματικό) ποσό από έναν (τραπεζικό) λογαριασμό σε άλλο.
[λόγ. < αρχ. μεταφέρω]



