Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταξένιος
1 εγγραφή
μεταξένιος -α -ο [metaksénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από μετάξι· μεταξωτός. 2. που μοιάζει με μετάξι: Xτενίζει τα μεταξένια μαλλιά της.

[μσν. μεταξένιος < μετάξ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες