Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταμοσχεύω
1 εγγραφή
μεταμοσχεύω [metamosxévo] -ομαι Ρ5.1 : κάνω μεταμόσχευση.

[λόγ. < ελνστ. μεταμοσχεύω & σημδ. αγγλ. transplant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες