Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταβεβλημένος
1 εγγραφή
μεταβεβλημένος -η -ο [metavevliménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν μεταβάλει, που έχει μεταβληθεί.

[λόγ. μππ. του μεταβάλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες