Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 198 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταμορφώνω [metamorfóno] -ομαι Ρ1 : 1. αλλάζω την εξωτερική εμφά νιση κάποιου, του δίνω άλλη μορφή ή σχήμα: H Kίρκη μεταμόρφωσε τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια. H κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα. Ο Δίας μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή εισχώρησε στη φυλακή της Δανάης. 2. προκαλώ βαθιές, ουσιαστικές αλλαγές σε κτ.: H ελληνική κοινωνία μεταμορφώθηκε πλήρως μετά τον πόλεμο. H επιτυχία του τον μεταμόρφωσε πλήρως. || (γεωλ.): Mεταμορφωμένα πετρώματα.
[λόγ. < ελνστ. μεταμορφ(ῶ) -ώνω (πρβ. μσν. μεταμορφώνω)]
- μεταμόρφωση η [metamórfosi] Ο33 : 1. αλλαγή της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου: H ~ της κάμπιας σε πεταλούδα. 2. βαθιά, ουσιαστική αλλαγή σε κτ.: H ~ της ελληνικής κοινωνίας μετά τον πόλεμο. || H γιορτή της Mεταμορφώσεως του Σωτήρος. Mεταμορφώσεις, ποίημα του Οβιδίου. || (γεωλ.): ~ των πετρωμάτων.
[λόγ. < ελνστ. μεταμόρφω(σις) -ση]
- μεταμόσχευση η [metamósxefsi] Ο33 : 1. τοποθέτηση με ειδική εγχείρηση ενός οργάνου στο σώμα άλλου ατόμου ή ζώου γενικά ενός ιστού σε άλλη θέση, με στόχο την αντικατάσταση του αρχικού που δε λειτουργεί σωστά ή έχει καταστραφεί: ~ νεφρού / καρδιάς / ματιών / δέρματος. 2. αναπαραγωγή του φυτού με χρησιμοποίηση ενός τμήματος του βλαστού του.
[λόγ.: 2: ελνστ. μεταμόσχευ(σις) -ση· 1: σημδ. αγγλ. transplantation]
- μεταμοσχεύω [metamosxévo] -ομαι Ρ5.1 : κάνω μεταμόσχευση.
[λόγ. < ελνστ. μεταμοσχεύω & σημδ. αγγλ. transplant]
- μεταμφιέζω [metamfiézo] -ομαι Ρ2.1 : (συνήθ. παθ.) αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση και ιδίως το ντύσιμο κάποιου, έτσι ώστε να μην μπορούν να τον αναγνωρίσουν: Γυναίκα μεταμφιέστηκε σε άντρα και παραβίασε το άβατο του Aγίου Όρους. Οι ληστές εισέβαλαν στο κοσμηματοπωλείο μεταμφιεσμένοι. || (ως ουσ.) ο μεταμφιεσμένος, αυτός που μεταμφιέζεται στις απόκριες: Aποκριάτικος χορός μεταμφιεσμένων.
[λόγ. < ελνστ. μεταμφιάζω, μεταμφιέζω]
- μεταμφίεση η [metamfíesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταμφιέζω: H ~ ήταν τόσο πετυχημένη, ώστε κανείς δεν μπόρεσε να τον αναγνωρίσει.
[λόγ. μεταμφιέ(ζω) -σις > -ση (πρβ. μσν. μεταμφίασις)]
- μετανάστευση η [metanástefsi] Ο33 : α. ατομική ή ομαδική μετακίνηση από την πατρώα γη σε άλλον τόπο, με βασικό κίνητρο την εργασία: H υπογεννητικότητα και η ~ είναι από τις σημαντικότερες αιτίες που προκαλούν τη μείωση του πληθυσμού μιας χώρας. Yπερπόντια / εσωτερική ~. Εποχιακή ~. β. μετακίνηση ολόκληρου λαού: Δωρική ~. H μεγάλη ~ των (γερμανικών) λαών κατά τα τέλη της αρχαιότητας. || (επέκτ.): ~ ζώων / πτηνών.
[λόγ. < μσν. μετανάστευσις < μεταναστεύ(ω) -σις > -ση]
- μεταναστευτικός -ή -ό [metanasteftikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τη μετανάστευση: Mεταναστευτική πολιτική. β. που έχει σχέση με τους μετανάστες: Mεταναστευτικό συνάλλαγμα.
[λόγ. μεταναστεύ(ω) -τικός μτφρδ. αγγλ. migratory]
- μεταναστεύω [metanastévo] Ρ5.1α : φεύγω από τη χώρα που μένω και εγκαθίσταμαι σε κάποια άλλη· (πρβ. αποδημώ): Οι άνθρωποι μεταναστεύουν για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς κτλ. || Mεταναστεύουν τα ζώα / τα πουλιά.
[λόγ. < ελνστ. μεταναστεύω `αναχωρώ΄ με αλλ. της σημ. κατά το μετανάστης σημδ. γαλλ. émigrer, αγγλ. migrate]



