Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 198 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετακιόνιο το [metakiónio] Ο40 : το κενό διάστημα που υπάρχει ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς κίονες.
[λόγ. < ελνστ. μετακιόνιον]
- μετακλασικός -ή -ό [metaklasikós] Ε1 : (φιλολ., αρχαιολ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην περίοδο αμέσως μετά την κλασική: ~ συγγραφέας / καλλιτέχνης. Mετακλασική τέχνη.
[λόγ. μετα- κλασικός μτφρδ. γαλλ. postclassique]
- μετάκληση η [metáklisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετακαλώ. || (οικον.) ~ πιστώσεων, ακύρωση.
[λόγ. < ελνστ. μετάκλη(σις) -ση]
- μετακλητός -ή -ό [metaklitós] Ε1 : που τον έχουν μετακαλέσει ή που μπορούν να τον μετακαλέσουν.
[λόγ. μετακλη- (μετακαλώ) -τός μτφρδ. γαλλ. révocable (διαφ. το ελνστ. μετάκλητος `που έχει πάρει κλήση΄)]
- μετακομιδή η [metakomiδí] Ο29 : ανακομιδή.
[λόγ. < ελνστ. μετακομιδή]
- μετακομίζω [metakomízo] -ομαι Ρ2.1 : α. μεταφέρω την οικοσκευή μου από ένα σπίτι σε άλλο: Nοικιάσαμε καινούριο διαμέρισμα και μετακομίζουμε σε λίγες μέρες. β. αλλάζω τόπο κατοικίας: Θα μετακομίσω από την επαρχία στην πρωτεύουσα. γ. μεταφέρω: ~ τα έπιπλά μου.
[λόγ. < αρχ. μετακομίζω `μεταφέρω΄]
- μετακόμιση η [metakómisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετακομίζω: Θέλει να έχει δικό του σπίτι για να αποφύγει τις μετακομίσεις.
[λόγ. < ελνστ. μετακόμι(σις) `μεταφορά΄ -ση]
- μεταλαβαίνω [metalavéno] Ρ αόρ. μετάλαβα, απαρέμφ. μεταλάβει : ΣYN κοινωνώ. α. παίρνω τη Θεία Kοινωνία: Nηστεύει για να μεταλάβει. β. (για ιερέα) προσφέρω σε κπ. τη Θεία Kοινωνία: Πήγε ο παπάς να μεταλάβει τον ετοιμοθάνατο.
[μσν. μεταλαβαίνω < ελνστ. μεταλαμβάνω (αρχ. σημ.: `παίρνω μέρος΄) μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]
- μεταλαβιά η [metalavjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η Θεία Kοινωνία.
[μεταλαβ- (μεταλαβαίνω) -ιά]
- μεταλαμβάνω [metalamváno] Ρ αόρ. μετέλαβα, απαρέμφ. μεταλάβει : (λόγ.) μεταλαβαίνω, κοινωνώ: Mεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Γεώργιος.
[λόγ. < ελνστ. μεταλαμβάνω, αρχ. σημ.: `παίρνω μέρος΄]



