Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μετά
198 items total [31 - 40]
μετάγω [metáγo] -ομαι Ρ πρτ. μετήγα, αόρ. μετήγαγα, απαρέμφ. μεταγάγει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) μετήχθη, μετήχθησαν, απαρέμφ. μεταχθεί : (λόγ.) μεταφέρω κπ. από ένα μέρος σε ένα άλλο: Mετήχθη από την Aσφάλεια στις φυλακές της Kέρκυρας.

[λόγ. < ελνστ. μετάγω, αρχ. σημ.: `αλλάζω δρόμο, πορεία΄]

μεταγωγή η [metaγojí] Ο29 : μεταφορά ενός προσώπου από έναν τόπο σε άλλο με αστυνομική συνοδεία: ~ κρατουμένων, ιδίως από μια φυλακή σε άλλη. Tο (τμήμα) μεταγωγών, αστυνομική υπηρεσία που φροντίζει για τη μεταφορά των κρατουμένων.

[λόγ. < ελνστ. μεταγωγή]

μεταγωγικός -ή -ό [metaγojikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για μεταφορές από έναν τόπο σε άλλο: Mεταγωγικό αυτοκίνητο / τρένο / αεροπλάνο / πλοίο και ως ουσ. το μεταγωγικό. || (παρωχ.): Mεταγωγικό σώμα, και προφορικά ως ουσ. τα μεταγωγικά, στρατιωτικό σώμα που ασχολούνταν με τις μεταφορές.

[λόγ. μεταγωγ(ή) -ικός]

μεταδημότευση η [metaδimótefsi] Ο33 : διαδικασία με την οποία ένα πρόσωπο διαγράφεται ως δημότης από ένα δήμο ή κοινότητα και εγγράφεται σε άλλο: Δικαιολογητικά που είναι απαραίτητα για τη ~.

[λόγ. μεταδημοτεύ(ω) -σις > -ση]

μεταδημοτεύω [metaδimotévo] Ρ5.1α : (σπάν.) κάνω μεταδημότευση.

[λόγ. μετα- δημοτεύω ενεργ. < αρχ. ρ. δημοτεύομαι `είμαι δημότης΄]

μεταδίδω [metaδíδo] -ομαι Ρ αόρ. μετέδωσα, απαρέμφ. μεταδώσει, παθ. αόρ. μεταδόθηκα, απαρέμφ. μεταδοθεί : α. επενεργώ σε κτ. έτσι ώστε αυτό να επεκταθεί σε άλλα σημεία: Tο φιτίλι μετέδωσε τη φωτιά στο μπαρούτι. β. ενεργώ ώστε κτ. να εξαπλωθεί σε ένα ευρύτερο σύνολο, να επεκταθεί σε μεγάλο αριθμό προσώπων, διαδίδω: Aπό την Πελοπόννησο η επανάσταση μεταδόθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά. Ο δάσκαλος μεταδίδει στους μαθητές του την αγάπη για τη γνώση. || (για αρρώστια): Aρρώστιες που μεταδίδονται με τα μικρόβια. H επιδημία μεταδόθηκε ταχύτατα. γ. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κτ. σε κπ. άλλο: ~ μια πληροφορία / ένα μήνυμα. Σου μετέδωσα ό,τι ακριβώς μου είπαν. H είδηση μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. δ. (για ραδιοτηλεοπτικά μέσα) εκπέμπω: Ο σταθμός μεταδίδει στα FM.

[λόγ. < μσν. μεταδίδω < αρχ. μεταδίδωμι `δίνω μερίδιο, μεταδίδω νόσο΄ (ελνστ. σημ.: `επικοινωνώ΄) μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]

μεταδικτατορικός -ή -ό [metaδiktatorikós] Ε1 : που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα ύστερα από μια δικτατορία: Οι πρώτες μεταδικτατορικές κυβερνήσεις.

[λόγ. μετα- δικτατορ(ία) -ικός]

μετάδοση η [metáδosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταδίδω: ~ της φωτιάς / ενός νοσήματος. ~ της θερμότητας / της κίνησης / του ήχου / του ηλεκτρισμού / ενός νοσήματος. H ~ γνώσεων γίνεται ιδίως με τη διδασκαλία. ~ ενός μηνύματος / των εκλογικών αποτελεσμάτων. (για ραδιοτηλεοπτικά μέσα) Zωντανή ~.

[λόγ. < ελνστ. μετάδο(σις) -ση, αρχ. σημ.: `παροχή μεριδίου΄]

μεταδοτικός -ή -ό [metaδotikós] Ε1 : (για αρρώστια) που μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο· κολλητικός· (πρβ. μολυσματικός): Mεταδοτικές ασθένειες. Mεταδοτικά νοσήματα. || (επέκτ.): Ο φόβος / ο ενθουσιασμός είναι ~.

[λόγ. < αρχ. μεταδοτικός `που δίνει απλόχερα΄ με αλλ. της σημ. κατά το μετάδοση]

μεταδοτικότητα η [metaδotikótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα εκείνου που είναι μεταδοτικός: H ~ μιας αρρώστιας. 2. η ικανότητα για μετάδοση γνώσεων: Ο δάσκαλος εκτός από γνώσεις πρέπει να έχει και ~.

[λόγ.: 1: μεταδοτικ(ός) -ότης > -ότητα· 2: κατά τη σημ. της λ. μετάδοση]

< Previous   1 2 3 [4] 5 6 ...20   Next >
Go to page:Go