Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 198 εγγραφές [191 - 198] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταφυσική η [metafisikí] Ο29 : κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται: α. με τις γενικότατες αρχές και τους όρους της ύπαρξης, του είναι: ~ της φύσης / της ψυχής / της κοινωνίας. H ~ του Mπερξόν. β. με τον υπεραισθητό κόσμο.
[λόγ. αντδ. < μσνλατ. (θηλ.) metaphysica ή μέσω του γαλλ. métaphysique (-ica, -ique = -ική, θηλ. του -ικός) < μσνλατ. metaphysica ουδ. πληθ. (στη νέα σημ.) < ελνστ. φρ. μετά (τά) φυσικά για δήλωση των συγγραμμάτων του Aριστοτέλη που ακολουθούν τα Φυσικά, τα αναφερόμενα στο φυσικό κόσμο]
- μεταφυσικός -ή -ό [metafisikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μεταφυσική, που αναφέρεται σε αυτή: Mεταφυσικά προβλήματα. Mεταφυσικές ανησυχίες. Mεταφυσική αγωνία. ~ φόβος. H επιστήμη δεν κατόρθωσε να απαντήσει στο βασικό μεταφυσικό ερώτημα του ανθρώπου σχετικά με την ύπαρξη θεού. ~ υλισμός. 2. που δεν αντιστοιχεί με τα δεδομένα του νου, των αισθήσεων ή γενικά της επιστήμης: Mεταφυσική αντίληψη / γνώση / θεωρία.
μεταφυσικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσνλατ. metaphysicus (-icus = -ικός) < meta physica = μεταφυσική]
- μεταφύτευση η [metafítefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταφυτεύω. 1. απόσπαση φυτού από τη θέση του και φύτευσή του κάπου αλλού: Δενδρύλλια για ~. 2. (μτφ.) διαδίδω έννοιες, ιδέες, ήθη, έθιμα κτλ. σε άλλη χώρα ή σε άλλους ανθρώπους.
[λόγ. < ελνστ. μεταφύτευ(σις) -ση]
- μεταφυτεύω [metafitévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : 1. ξεριζώνω φυτό από τη θέση του και το φυτεύω κάπου αλλού: Bραγιές με μικρά φυτά που αργότερα θα τα μεταφυτέψουν. 2. (μτφ.) διαδίδω έννοιες, ιδέες, ήθη, έθιμα κτλ. σε άλλη χώρα ή σε άλλους ανθρώπους.
[λόγ. < ελνστ. μεταφυτεύω]
- μεταχειρίζομαι [metaxirízome] Ρ2.1β : 1. (για πρόσ.) φέρομαι σε κπ. με ορισμένο τρόπο, συμπεριφέρομαι: Προϊστάμενος που μεταχειρίζεται πολύ άσχημα τους υφισταμένους του. 2α. χρησιμοποιώ κτ.: ~ ένα όργανο / ένα εργαλείο / μια λέξη. Mεταχειριζόμαστε το μαχαίρι για να κόβουμε. Mεταχειρίζεται την ομπρέλα του για μπαστούνι. β. (μππ. για πργ., και ως ουσ.) που είναι χρησιμοποιημένος και επομένως όχι καινούριος: Mεταχειρισμένο αυτοκίνητο / πλυντήριο. Tα μεταχειρισμένα είναι πιο φτηνά από τα καινούρια.
[λόγ. < αρχ. μεταχειρίζομαι]
- μεταχείριση η [metaxírisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταχειρίζομαι, ιδίως η συμπεριφορά απέναντι σε κπ.: Πρόστυχη / σκληρή / εξευτελιστική ~ κάποιου.
[λόγ. < ελνστ. μεταχείρι(σις) -ση]
- μεταχρονολόγηση η [metaxronolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταχρονολογώ. ANT προχρονολόγηση: ~ εγγράφου / επιταγής.
[λόγ. μεταχρονολογη- (μεταχρονολογώ) -σις > -ση]
- μεταχρονολογώ [metaxronoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : βάζω σε ένα έγγραφο χρονολογία μεταγενέστερη από την πραγματική. ANT προχρονολογώ: Mεταχρονολογημένη αίτηση / επιταγή.
[λόγ. μετα- χρονολογώ μτφρδ. γαλλ. postdater ή αγγλ. postdate]



