Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
198 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετάπλαση η [metáplasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταπλάθω.
[λόγ. < ελνστ. μετάπλα(σις) `μεταπλασμός΄ -ση κατά τη σημ. του μεταπλάθω]
- μεταπλασμός ο [metaplazmós] Ο17 : (γλωσσ.) αλλαγή κλίσης ενός ονόματος ή ρήματος που στηρίζεται στην αναλογία και στοχεύει στην εξομάλυνση του κλιτικού παραδείγματος.
[λόγ. < ελνστ. μεταπλασμός `δημιουργία ονοματικών ή ρηματικών τύπων χωρίς ύπαρξη ονομ. ή α' εν.΄ σημδ. νλατ. metaplasmus (στη νέα σημ.) < ελνστ. μεταπλασμός]
- μεταπλαστός -ή -ό [metaplastós] Ε1 : που έχει υποστεί μετάπλαση: (γραμμ.) Mεταπλαστά ονόματα, που κατά την κλίση μεταβάλλεται το θέμα τους.
[λόγ. μεταπλασ- (μεταπλάσσσω δες στο μεταπλάθω) -τός]
- μεταποίηση η [metapíisi] Ο33 : 1. για ρούχο συνήθ. παλιό που, θέλοντας να το ανανεώσουμε, του επιφέρουμε αλλαγές. 2. (οικον.) η δευτερογενής παραγωγή: Bασικοί κλάδοι της μεταποίησης είναι η βιοτεχνία και η βιομηχανία.
[λόγ. < ελνστ. μεταποίη(σις) `μετατροπή΄ -ση]
- μεταποιητικός -ή -ό [metapiitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεταποίη ση2.
[λόγ. μεταποίη(σις)2 -τικός (πρβ. ελνστ. μεταποιητικός `ικανός να μετατρέψει΄)]
- μεταποιώ [metapió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω μεταποίηση: Tο παλτό που βλέπεις δεν είναι καινούριο αλλά βαμμένο και μεταποιημένο. Mεταποιημένα προϊόντα, που προέρχονται από το δευτερογενή τομέα της παραγωγής.
[λόγ. < αρχ. μεταποιῶ `αλλάζω τη φύση σε κτ., τροποποιώ΄]
- μεταπολεμικός -ή -ό [metapolemikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται, που υπήρξε ή που συνέβη ύστερα από τον πόλεμο και ιδίως το β' παγκόσμιο πόλεμο· (πρβ. μεταπελευθερωτικός). ANT προπολεμικός.
μεταπολεμικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. μετα- πόλεμ(ος) -ικός μτφρδ. αγγλ. postwar]
- μεταπολίτευση η [metapolítefsi] Ο33 : πολύ σοβαρή πολιτική μεταβολή και ιδίως αλλαγή του πολιτεύματος σε μια χώρα: H ελληνική ~ του 1843 / του 1974. Γενιά της μεταπολίτευσης.
[λόγ. μετα- πολίτευσις `τρόπος άσκησης του πολιτεύματος΄ < πολιτεύ(ομαι) -σις > -ση]
- μεταπολιτευτικός -ή -ό [metapoliteftikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μεταπολίτευση.
[λόγ. μεταπολίτευ(σις) -τικός]
- μεταπράτης ο [metaprátis] Ο10 : ο έμπορος, ο μεσάζοντας κτλ. ως μη λειτουργικό στοιχείο της οικονομικής διαδικασίας: Tο βασικό χαρακτηριστικό της εθνικής αστικής τάξης είναι η άρνησή της να γίνει ~ του διεθνούς καπιταλισμού.
[λόγ. < ελνστ. μεταπράτης]