Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 198 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετάξι το [metáksi] Ο44 : υφαντική ύλη που παράγεται με ειδική επεξεργασία από μια νηματοειδή ουσία, η οποία εκκρίνεται από το μεταξοσκώληκα· φυσικό μετάξι: Παραγωγή μεταξιού. Ύφασμα από ~. Tεχνητό ~. Mαλλιά απαλά σαν ~, μεταξένια. || (επέκτ.) για μεταξωτή κλωστή, μεταξωτό ύφασμα ή ρούχο: Tην έντυσε στο ~, της εξασφάλισε πολυτελή διαβίωση.
[μσν. ή ελνστ. μετάξιον υποκορ. του ελνστ. μέταξα]
- μεταξικός -ή -ό [metaksikós] Ε1 : που αναφέρεται στο πολιτικό καθεστώς του Iωάννη Mεταξά: Mεταξική δικτατορία. ~ νόμος.
[λόγ. (Iωάννης) Μεταξ(άς) -ικός]
- μετάξινος -η -ο [metáksinos] Ε5 : μεταξωτός.
[λόγ. μέταξ(α) -ινος]
- μεταξοβάμβακας ο [metaksovámvakas] Ο5 : είδος βαμβακιού που το χρησιμοποιούν για να γεμίσουν μαξιλάρια, στρώματα κτλ.
[λόγ. μεταξοβάμβαξ < μέταξ(α) -ο- + βάμβαξ (δες βαμβάκι) -αξ > -ακας]
- μεταξόνιο το [metaksónio] Ο40 : (τεχνολ.) το διάστημα ανάμεσα στους δύο άξονες των τροχών ενός οχήματος.
[λόγ. μετ(α)- αξον- (άξονας) -ιον]
- μεταξοπαραγωγή η [metaksoparaγojí] Ο29 : παραγωγή μεταξιού.
[λόγ. μέταξ(α) -ο- + παραγωγή]
- μεταξοπαραγωγός -ός / -ή -ό [metaksoparaγoγós] Ε16 : που παράγει μετάξι: ~ χώρα.
[λόγ. μέταξ(α) -ο- + παραγωγός]
- μεταξοσκώληκας ο [metaksoskólikas] Ο5 : η κάμπια που εκκρίνει τη νηματοειδή ουσία από την οποία παράγεται το μετάξι.
[λόγ. μέταξ(α) -ο- + σκώλ(ηξ) -ηκας λόγ. επίδρ. στο λαϊκ. μεταξοσκούληκο < μετάξ(ι) -ο- + σκουλήκ(ι) -ο]
- μεταξοτυπία η [metaksotipía] Ο25 : τυπογραφικό σύστημα που χρησιμοποιεί ως μήτρα ένα τεντωμένο κομμάτι από λεπτό ύφασμα, συνήθ. μεταξωτό, και ιδίως ό,τι δημιουργείται με το σύστημα αυτό: Έκθεση με γλυπτά, μεταξοτυπίες και χαρακτικά.
[λόγ. μέταξ(α) -ο- + τύπ(ος) -ία]
- μεταξουργείο το [metaksurjío] Ο39 : εργοστάσιο επεξεργασίας ή κλώσης μεταξιού.
[λόγ. μεταξουργ(ός) -είον]



