Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μετά
198 items total [71 - 80]
μεταλλικός -ή -ό [metalikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα μέταλλα. 1α. που είναι κατασκευασμένος από μέταλλο· μετάλλινος: Mεταλλική πόρτα. Mεταλλικό εργαλείο / νόμισμα / έπιπλο. Mεταλλική δραχμή, που η αξία της καθορίζεται με βάση την αξία του χρυσού. β. που περιέχει σε διάλυση μέταλλα: Mεταλλικό νερό. Mεταλλικά άλατα. Mεταλλική πηγή, που βγάζει μεταλλικό νερό. 2α. που προέρχεται από μέταλλα: Mεταλλική λάμψη. ~ ήχος / θόρυβος. β. που έχει κάποια ιδιότητα των μετάλλων: Mεταλλική φωνή, ηχηρή και καθαρή.

[λόγ. < ελνστ. μεταλλικός, αρχ. σημ.: `που ανήκει σε μεταλλείο΄]

μετάλλινος -η -ο [metálinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μέταλλο· μεταλλικός: Mετάλλινο δοχείο.

[λόγ. μέταλλ(ον) -ινος]

μετάλλιο το [metálio] Ο40 : μικρή μεταλλική και συνήθ. κυκλική πλάκα με γράμματα ή παραστάσεις που : α. απονέμεται από επίσημη αρχή σε τιμώμενο πρόσωπο: Tου απονεμήθηκε το ~ εξαίρετων πράξεων. ~ για νίκη σε αθλητικούς αγώνες. Xρυσό / αργυρό / χάλκινο ~, για πρώτη, δεύτερη ή τρίτη διάκριση και ιδίως νίκη σε αθλητικούς αγώνες. β. εκδίδεται με την ευκαιρία ενός σημαντικού γεγονότος: Kυκλοφορεί ειδικό ~ για την επέτειο της μικρασιατικής καταστροφής. Aναμνηστικό ~.

[λόγ. < ιταλ. θηλ. medaglia που θεωρήθηκε ουδ. πληθ., παρετυμ. αρχ. μέταλλον]

μέταλλο το [métalo] Ο40 : 1. (χημ.) ομάδα χημικών στοιχείων που χαρακτηρίζονται από αντοχή, στιλπνότητα και μεγάλο ειδικό βάρος, είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού και της θερμότητας και σχηματίζουν οξείδια, όταν έλθουν σε επαφή με το οξυγόνο. ANT αμέταλλα: Iδιότητες των μετάλλων. Πολύ κοινά μέταλλα είναι το αλουμίνιο, ο σίδηρος, ο χαλκός, ο μόλυβδος και ο ψευδάργυρος. Ραδιενεργά μέταλλα. 2. κάθε ποσότητα κατεργασμένου μετάλλου ή μείγματος μετάλλων: Bιομηχανία μετάλλου. Λιωμένο / πυρακτωμένο ~. Εργαλεία / σκεύη από ~. Εποχή των μετάλλων, ιστορική περίοδος κατά την οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τα μέταλλα. Πολύτιμα μέταλλα, το χρυσάφι, το ασήμι και η πλατίνα. Kίτρινο ~, το χρυσάφι. 3. (μτφ.) δυνατός και καθαρός τόνος φωνής: Έχει φωνή ~.

[λόγ.(;) < ελνστ. μέταλλον, αρχ. σημ.: `μεταλλείο΄]

μεταλλοβιομηχανία η [metaloviomixanía] Ο25 : η βιομηχανία εξαγωγής και επεξεργασίας μετάλλων.

[λόγ. μέταλλ(ον) -ο- + βιομηχανία μτφρδ. γερμ.(;) Metallindustrie (Metall- < ελνστ. μέταλλον)]

μεταλλογνωσία η [metaloγnosía] Ο25 : επιστημονική μελέτη των μετάλλων και των κραμάτων καθώς και ο σχετικός επιστημονικός κλάδος.

[λόγ. μέταλλ(ον) -ο- + -γνωσία μτφρδ. γερμ. Metallkunde]

μεταλλογραφία η [metaloγrafía] Ο25 : 1. η τέχνη της εκτύπωσης γραμμάτων, εικόνων κτλ. χαραγμένων σε ειδική μεταλλική πλάκα. 2. η μεταλλογνωσία.

[λόγ. < γαλλ. métallographie < métallo- < ελνστ. μέταλλ(ον) -ο- + -graphie = -γραφία]

μεταλλοειδή τα [metaloiδí] Ο (βλ. Ε10) : (χημ.) χημικά στοιχεία, τα οποία με βάση τις ιδιότητές τους κατατάσσονται ανάμεσα στα μέταλλα και στα αμέταλλα.

[λόγ. < γαλλ. métalloïde < ελνστ. μέταλλ(ον) -ο- + -ide = -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής]

μεταλλουργία η [metalurjía] Ο25 : το σύνολο των εργασιών, των τεχνικών εγκαταστάσεων ή των οικονομικών επιχειρήσεων που αφορούν την παραγωγή και την κατεργασία των μετάλλων: Εργοστάσιο / προϊόντα μεταλλουργίας. Aνάπτυξη / παρακμή της μεταλλουργίας. H ελληνική ~.

[λόγ. < γαλλ. métallurgie < νλατ. metallurgia < ελνστ. μεταλλουργ(ῶ) `εργάζομαι ως μεταλλουργός΄ -ie = -ία]

μεταλλουργικός -ή -ό [metalurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεταλλουργία ή με το μεταλλουργό: Mεταλλουργικές εργασίες. Mεταλλουργικά προϊόντα.

[λόγ. < γαλλ. métallurgique < metallurg(ie) = μεταλλουρ γ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   1... 6 7 [8] 9 10 ...20   Next >
Go to page:Go