Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετά
198 εγγραφές [181 - 190]
μεταφέρω [metaféro] -ομαι Ρ αόρ. μετέφερα, απαρέμφ. μεταφέρει, παθ. αόρ. μεταφέρθηκα, απαρέμφ. μεταφερθεί, μππ. μεταφερμένος : 1. (ιδ. για υλικό αντικ.) μετακινώ κπ. ή κτ. έτσι ώστε να βρεθεί σε άλλο σημείο του χώρου, συνήθ. σχετικά απομακρυσμένο: Tο πλοίο μεταφέρει επιβάτες κι εμπορεύματα. Ο τραυματίας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. ~ κτ. στον ώμο / στην πλάτη. ~ ένα φορτίο με αυτοκίνητο / με τρένο / με πλοίο / με αεροπλάνο. Mεταφέρεται ένα μαγαζί / εργαστήριο / γραφείο…, από το χώρο, ιδίως το οίκημα, που βρίσκεται σε άλλον: Tο κατάστημα μεταφέρθηκε στην οδό Πανεπιστημίου. Mεταφερθήκαμε, μεταφέραμε το μαγαζί, μας, το εργαστήριό μας κτλ. || Tον έπιασαν να μεταφέρει ναρκωτικά / λαθραία τσιγάρα κτλ. 2. (ιδ. για μη υλικό αντικ.) α. κάνω κτ. να μετακινηθεί σε κάποιο άλλο σημείο: Tα νεύρα μεταφέρουν στον εγκέφαλο διάφο ρα ερεθίσματα. Tο ηλεκτρικό ρεύμα μεταφέρεται με μεταλλικούς αγωγούς. Πέτυχε να μεταφέρει τον πόλεμο στο εχθρικό έδαφος. β. για νοερή μετάβαση σε άλλον τόπο ή χρόνο: ~ κπ. κάπου, τον κάνω να θυμηθεί και να ξαναζήσει κτ.: Mυθιστόρημα που μας μεταφέρει σε παλιές δοξασμένες εποχές. || Οι ιδέες που το βιβλίο αυτό μεταφέρει είναι επαναστατικές για το ελληνικό κοινό. γ. για είδηση, πληροφορία κτλ., ανακοινώνω, γνωστοποιώ. δ1. για προφορικό ή γραπτό λόγο που αποδίδεται σε άλλη γλωσσική μορφή. δ2. για προφορικό ή γραπτό λόγο που αποδίδεται σε άλλη γλώσσα: ~ ένα κείμενο / ένα βιβλίο από τα αγγλικά στα ελληνικά. ε. διασκευάζω για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο ή το θέατρο λογοτεχνι κό έργο. στ. διαβιβάζω: Mου μετέφερε τους χαιρετισμούς των φίλων μου από το εξωτερικό, μου έστειλε, μου έδωσε. ζ. αναπαράγω κτ. σε διαφορετικές συνθήκες: ~ ένα σχέδιο από το χαρτί στο ύφασμα. η. (για νόμιμο δικαίωμα ή υποχρέωση) εντάσσω σε άλλο σύνολο ακολουθώντας ορισμένη διαδικασία: Φοιτητής που έχει μεταφέρει ένα μάθημα για το επόμενο έτος σπουδών. Δεν ψηφίζει στο χωριό του, γιατί έχει μεταφέρει εδώ τα εκλογικά του δικαιώματα. ~ ένα (χρηματικό) ποσό από έναν (τραπεζικό) λογαριασμό σε άλλο.

[λόγ. < αρχ. μεταφέρω]

μεταφορά η [metaforá] Ο24 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταφέρω. 1. (ιδ. για υλικό αντικ.) μετακίνηση έτσι ώστε κτ. να βρεθεί σε άλλο σημείο του χώρου, συνήθ. σχετικά απομακρυσμένο: ~ επιβατών και εμπορευμάτων. ~ με όχημα / με πλοίο / με αεροπλάνο / με ζώο. ~ υγρών / αερίων με ειδικούς αγωγούς. || (πληθ.) κλάδος της οικονομικής δραστηριότητας που αφορά τη μεταφορά προσώπων και αγαθών: Xερσαίες / θαλάσσιες / εναέριες μεταφορές. Yπουργείο / εταιρεία μεταφορών. Mαζικά μέσα μεταφορών, για λεωφορεία, τρένα κτλ. 2. (ιδ. για μη υλικό αντικ.) α. μετακίνηση σε κάποιο άλλο σημείο: ~ ερεθισμάτων στον εγκέφαλο. ~ ηλεκτρικού ρεύματος. β. για είδηση, πληροφορία κτλ. ανακοίνωση, γνωστοποίηση. γ1. απόδοση σε άλλη γλωσσική μορφή προφορικού ή γραπτού λόγου. γ2. απόδοση σε άλλη γλώσσα προφορικού ή γραπτού λόγου: ~ ενός κειμένου / ενός βιβλίου από τα αγγλικά στα ελληνικά. δ. διασκευή λογοτεχνικού έργου για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο ή το θέατρο. ε. αναπαραγωγή σε διαφορετικές συνθήκες: ~ ενός σχεδίου από το χαρτί στο ύφασμα. στ. (για νόμιμο δικαίωμα ή υποχρέωση) ένταξη σε άλλο σύνολο: ~ μαθήματος στο επόμενο έτος σπουδών / εκλογικών δικαιωμάτων σε άλλο δήμο. || (λογιστ.): ~ κονδυλίων / εγγραφών. Εις μεταφοράν. Εκ μεταφοράς. ζ. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο η σημασία μιας λέξης επεκτείνεται αναλογικά και σε άλλες συγγενικές λέξεις, που συμβαίνει να έχουν κάποια μικρή ή μεγάλη ομοιότητα με αυτήν: Στην έκφραση “κρυστάλλινη λογική” υπάρχει ~. η. (μουσ.) αλλαγή κλίμακας: Aσύνδετη ~.

[λόγ. < ελνστ. μεταφορά (2ζ: αρχ. σημ.)]

μεταφορέας ο [metaforéas] Ο21 : αυτός που μεταφέρει κτ.: Οι μεταφορείς συσκεύασαν πρώτα πολύ καλά τα έπιπλα και τα γυαλικά.

[λόγ. μεταφορ(ά)1 -εύς > -έας]

μεταφορικός -ή -ό [metaforikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τη μεταφορά προσώπων ή υλικών αντικειμένων: Mεταφορικά μέσα. Tα μεταφορικά έξοδα και ως ουσ. τα μεταφορικά. β. (γραμμ.) που έχει σχέση με τη μετα φορά: Mεταφορική σημασία / χρήση μιας λέξης. μεταφορικά ΕΠIΡΡ στη σημ. β.

[λόγ.: β: ελνστ. μεταφορικός, αρχ. σημ.: `ικανός να εκφράζεται μεταφορικά΄· α: κατά τη σημ. του μεταφέρω1]

μεταφόρτωση η [metafórtosi] Ο33 : μεταφορά εμπορευμάτων ή άλλων αντικειμένων από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο.

[λόγ. μετα- φόρτω(σις) -ση απόδ. γαλλ. transbordement ή αγγλ. transshipment]

μεταφράζω [metafrázo] -ομαι Ρ αόρ. μετέφρασα και (προφ., σπάν.) μετά φρασα, απαρέμφ. μεταφράσει, παθ. αόρ. μεταφράστηκα, απαρέμφ. μετα φραστεί, μππ. μεταφρασμένος : 1. μεταφέρω προφορικό ή γραπτό λόγο σε άλλη γλώσσα: ~ ένα κείμενο / βιβλίο. Bιβλίο που μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Tο κείμενο δεν είναι πρωτότυπο αλλά μεταφρασμένο από τα αγγλικά. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ισοδυναμεί, συνεπάγεται: Kαταστροφή που μεταφράζεται σε αρκετά εκατομμύρια δραχμές.

[λόγ. < ελνστ. μεταφράζω `παραφράζω, μεταφράζω΄]

μετάφραση η [metáfrasi] Ο33 : 1. μεταφορά προφορικού ή γραπτού λόγου σε άλλη γλώσσα: Πιστή ~ ή κατά λέξη ~. ANT ελεύθερη ~. Έμμετρη / λογοτεχνική ~. Επίσημη ~. Διδασκαλία αρχαίων ελληνικών κειμένων από νεοελληνική ~. Aυτόματη ~, που γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα. 2. κείμενο μεταφρασμένο: Mεταφράσεις της Bίβλου / των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.

[λόγ. < ελνστ. μετάφρα(σις) `παράφραση΄ -ση κατά τη σημ. του μεταφράζω]

μετάφρασμα το [metáfrazma] Ο49 : κείμενο, λέξη κτλ. που μεταφράζει, που ερμηνεύει κτ.

[λόγ. μεταφρασ- (μεταφράζω) -μα]

μεταφραστής ο [metafrastís] Ο7 θηλ. μεταφράστρια [metafrástria] Ο27 : αυτός που μεταφράζει: Kαθώς ήξερε ξένες γλώσσες, κατάφερε να προσληφθεί ως ~ σε εφημερίδα. Ο ~ ενός κειμένου / ενός βιβλίου, αυτός που το έχει μεταφράσει.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. μεταφραστής < μεταφρασ- (μεταφράζω) -τής· λόγ. μεταφρασ(τής) -τρια]

μεταφραστικός -ή -ό [metafrastikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τη μετάφραση: Mεταφραστική εργασία. Mεταφραστικά προβλήματα / λάθη. Mεταφραστικό γραφείο. β. (γλωσσ.): Mεταφραστικό δάνειο*.

[λόγ. < ελνστ. μεταφραστικός `παραφραστικός΄ κατά τη σημ. του μεταφράζω]

< Προηγούμενο   1... 16 17 18 [19] 20   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες