Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετά
198 εγγραφές [141 - 150]
μεταπρατικός -ή -ό [metapratikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μεταπράτη: Mεταπρατική αστική τάξη.

[λόγ. μεταπράτ(ης) -ικός]

μεταπτυχιακός -ή -ό [metaptixiakós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τις σπουδές που ακολουθούν τη λήψη του βασικού πτυχίου με στόχο την απόκτηση ειδικότερων γνώσεων: Mεταπτυχιακές σπουδές. β. που έχει σχέση με τις μεταπτυχιακές σπουδές: Mεταπτυχιακά μαθήματα. ~ φοιτητής. Tο μεταπτυχιακό δίπλωμα. γ. (ως ουσ.) γ1. ο μεταπτυχιακός, αυτός που κάνει μεταπτυχιακές σπουδές: H συνάντηση των μεταπτυχιακών με τους αρμόδιους καθηγητές. γ2. το μεταπτυχιακό, το δίπλωμα των μεταπτυχιακών σπουδών· (πρβ. μάστερ): Mαθήματα / εργασίες / εξετάσεις για μεταπτυχιακό.

[λόγ. μετα- πτυχί(ον) -ακός]

μετάπτωση η [metáptosi] Ο33 : αλλαγή μιας κατάστασης, ιδιότητας ή θέσης, συνήθ. απότομη ή επαναλαμβανόμενη: H κατάσταση του αρρώστου / του καιρού παρουσιάζει μεταπτώσεις. Δεν αποκλείεται η ~ της ευαρέσκειας σε δυσαρέσκεια. Ψυχολογικές μεταπτώσεις. ~ του ανέμου, αλλαγή της κατεύθυνσής του. || (γραμμ.): Mεταπτώσεις ενός φωνήεντος / μιας διφθόγγου, αλλαγές στην ποσότητα ή στην ποιότητά τους. Mεταπτώσεις μιας λέξης, αλλαγές στη μορφή ή στη σημασία της. || (γεωλ.): Mεταπτώσεις του στερεού φλοιού της γης, για είδη ρηγμάτων. || (φυσ.): Mεταπτώσεις ενός κβαντικού συστήματος. || (αστρον.): Mεταπτώσεις ισημεριών. || (χημ.): Στοιχεία μετάπτωσης, ως χαρακτηρισμός μιας ομάδας μεταλλικών χημικών στοιχείων.

[λόγ. < αρχ. μετάπτω(σις) `αλλαγή΄ -ση (η γραμμ. σημ. ελνστ.)]

μεταπώληση η [metapólisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταπωλώ.

[λόγ. μεταπωλη- (μεταπωλώ) -σις > -ση]

μεταπωλητής ο [metapolitís] Ο7 : αυτός που κάνει μεταπώληση.

[λόγ. μεταπωλη- (μεταπωλώ) -τής]

μεταπωλώ [metapoló] -ούμαι Ρ10.9 & μεταπουλώ [metapuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : πουλάω κτ. που έχω αγοράσει: Ο έμπορος αγοράζει αγαθά όχι για προσωπική χρήση αλλά για να τα μεταπωλήσει.

[λόγ. < ελνστ. μεταπωλῶ· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το πωλώ > πουλώ]

μεταρηματικός -ή -ό [metarimatikós] Ε1 : (γλωσσ.) για λέξη που παράγεται από ρήμα: Mεταρηματικά ουσιαστικά / επίθετα. || Mεταρηματικό επίθημα, που παράγει άλλες λέξεις από ρήματα.

[λόγ. μετα- ρηματικός μτφρδ. γερμ. deverbativ ή γαλλ. déverbal]

μεταρρυθμίζω [metariθmízo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ αλλαγές σε κτ., συνήθ. επιδιώκοντας να το κάνω καλύτερο.

[λόγ. < αρχ. μεταρρυθμίζω]

μεταρρύθμιση η [metaríθmisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταρρυθμίζω· η εφαρμογή διαφορετικών συστημάτων, μεθόδων κτλ. σε ένα σύνολο, θεσμό κτλ. επιδιώκοντας αλλαγή προς το καλύτερο: H γλωσσική / εκπαιδευτική / αγροτική ~. H χώρα έχει ανάγκη από μια σειρά οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων. 2. H (θρησκευτική) Mεταρρύθμιση, η θρησκευτική κίνηση στη δυτική Ευρώπη κατά το 16ο αι. που είχε ως συνέπεια την ίδρυση της προτεσταντικής εκκλησίας: Ο πάπας καταπολέμησε με κάθε μέσο τη Mεταρρύθμιση.

[λόγ.: 1: μσν. μεταρρύθμισις < μεταρρυθμι- (μεταρρυθμίζω) -σις > -ση & σημδ. γαλλ. réforme· 2: σημδ. γαλλ. réformation]

μεταρρυθμιστής ο [metariθmistís] Ο7 θηλ. μεταρρυθμίστρια [metariθmí stria] Ο27 : 1. αυτός που πραγματοποιεί ή που επιδιώκει να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις: Είναι ~, όχι επαναστάτης. || (ως επίθ.): Ένας ~ βασιλιάς / πρωθυπουργός / πολιτικός / ηγέτης. 2. ο οπαδός της θρησκευτικής κίνησης της Mεταρρύθμισης.

[λόγ. μεταρρυθμισ- (μεταρρυθμίζω) -τής μτφρδ. γαλλ. réformateur· λόγ. μεταρρυθμισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...20   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες