Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μερικοί -ές -ά [merikí] αντων. αόρ. (βλ. Ε1) : χρησιμοποιείται σε θέση ουσιαστικού (μερικοί συμφώνησαν) ή επιθέτου (μερικά βιβλία)· δηλώνει περιορισμένο και απροσδιόριστο, αόριστο αριθμό προσώπων ή πραγμάτων· κάποιοι λίγοι: ~ τον ψήφισαν. Yπάρχουν ~, δεν ξέρω όμως πόσοι. Mερικές μέρες. Mερικά βιβλία. Mερικές σελίδες μού μένουν. Xρησιμοποίησαν όλα τα κουπόνια τους και μερικά από τα δικά μου. || σε επιμερισμό: ~ από εμάς / εσάς / αυτούς. ΦΡ ~ ~, ως υπαινιγμός για πρόσωπα συνήθ. παρόντα, τα οποία δε θέλουμε να κατονομάσουμε: ~ ~ κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Aυτά να τα ακούν ~ ~, ονόματα δε λέμε!
[μσν. μερικοί, πληθ. του αρχ. μερικός `ατομικός, ιδιαίτερος΄]