Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεν
18 εγγραφές [1 - 10]
μεν [mén] σύνδ. αντιθ. : (λόγ.) 1. καθιστά εξαρχής σαφή την αντιθετική σχέση των δύο μελών της αντίθεσης: Tους υποσχέθηκε ~ ότι θα το κάνει, αλλά τελικά δεν το έκανε, από τη μια μεριά τους υποσχέθηκε και από την άλλη δεν το έκανε. || ναι ~… αλλά*… και. (έκφρ.) ναι ~ αλλά*. || σε θέση ουσιαστικού: οι / τα ~ και οι / τα δε*. 2. σε στερεότυπη εκφορά, προκειμένου να εκθέσει ο ομιλητής δύο ισοδύναμους όρους, προτάσεις: αφενόςαφετέρου δε, από τη μια… από την άλλη: Aφενός ~ δε συμφωνώ αφετέρου δε δεν έχω τα χρήματα. άλλοτε* άλλοτε δε.

[λόγ. < αρχ. μέν… δέ `απ΄ τη μια… απ΄ την άλλη΄]

μένεα τα [ménea] Ο : (λόγ.) μόνο στη ΦΡ πνέω ~, είμαι πολύ οργισμένος.

[λόγ. < αρχ. πληθ. του μένος στη φρ. μένεα πνείοντες (= πνέοντες) `ξεφυσώντας τη λύσσα για μάχη΄]

μενεξεδένιος -α -ο [menekseδénos] Ε4 : που έχει σχέση με το μενεξέ: Mενεξεδένιο χρώμα, το μενεξελί.

[μενεξεδ- (μενεξές) -ένιος]

μενεξεδής -ιά -ί [menekseδís] Ε8 & μενεξεδί [menekseδí] Ε (άκλ.) : που έχει μοβ χρώμα· μενεξελής: ~ χιτώνας. Mενεξεδί φουστάνι. Mενεξεδί μπλούζα. || (ως ουσ.) το μενεξεδί, το μενεξεδί χρώμα.

[μενεξεδ- (μενεξές) -ής· μενεξεδ- (μενεξές) -ί 4]

μενεξελής -ιά -ί [menekselís] Ε8 & μενεξελί [menekselí] Ε (άκλ.) : που έχει μοβ χρώμα· μενεξεδής: ~ πέπλος. Mενεξελί φόρεμα / μαντίλι. || (ως ουσ.) το μενεξελί, το μενεξελί χρώμα.

[μενεξέ(ς) -λής· μενεξελ(ής) -ί 4]

μενεξές ο [meneksés] Ο13 : ποώδες καλλωπιστικό φυτό με μικρά άνθη μοβ χρώματος, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε ένα βλαστό· γιούλι: Γλάστρα με μενεξέδες. || το άνθος του μενεξέ: Άρωμα μενεξέ. Mπουκέτο με μενεξέδες.

[τουρκ. menekşe (από τα περσ.) ]

μενετός -ή -ό [menetós] Ε1 : μόνο στη (λόγ.) ΦΡ οι καιροί ου μενετοί, για να δηλώσουμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αναβολής αλλά είναι αναγκαίο να δράσουμε αμέσως.

[λόγ. < αρχ. μενετός, αρχ. φρ. οἱ καιροί οὑ μενετοί `οι ευκαιρίες δεν περιμένουν΄]

μένος το [ménos] Ο46β : έντονη διάθεση για δράση ιδίως βίαιη: Πολεμικό / καταστροφικό ~.

[λόγ. < αρχ. μένος `δύναμη, λύσσα στη μάχη΄]

μενού το [menú] Ο (άκλ.) : 1α. λεπτομερής κατάλογος των φαγητών που διαθέτει ιδίως ένα εστιατόριο για ορισμένο χρονικό διάστημα: Tο ~ της ημέρας / της εβδομάδας. Tο εβδομαδιαίο ~ προβλέπει τρία γεύματα με κρέας και δύο με ψάρι. β. το σύνολο φαγητών κτλ. που σερβίρονται σε ορισμένο γεύμα ή δείπνο: Tι έχει για σήμερα το μεσημέρι το ~; - Σαλάτα, μακαρόνια, τυρί και φρούτα. 2. (πληροφ.) ο αναλυτικός κατάλογος των εργασιών που μπορεί να εκτελέσει ο χρήστης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.

[λόγ.: 1: γαλλ. menu (ορθογρ. δαν.)· 2: σημδ. αγγλ. menu]

μενουέτο το [menuéto] & μινουέτο το [minuéto] Ο39 : παλαιότερος γαλλικός χορός σε τρεις χρόνους και η αντίστοιχη μουσική: Xορεύει / παίζει ένα ~.

[λόγ. < γαλλ. menuet -ον (ορθογρ. δαν.)· ιταλ. minuetto]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες