Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μελαγχολώ
1 item total
μελαγχολώ [melaŋxoló] Ρ10.9α : 1. βρίσκομαι σε κατάσταση μελαγχολίας, θλίψης, κατάπτωσης, απαισιοδοξίας: Mελαγχολεί κάθε φορά που βρίσκεται σε νοσοκομείο. 2. προκαλώ μελαγχολία σε κπ.: Tο τραγούδι αυτό με μελαγχολεί.

[λόγ. < αρχ. μελαγχολῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go