Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλόφωνος
1 εγγραφή
μεγαλόφωνος -η -ο [meγalófonos] Ε5 : που γίνεται με δυνατή φωνή: Mεγαλόφωνη ανάγνωση. μεγαλόφωνα & μεγαλοφώνως ΕΠIΡΡ με δυνατή φωνή: Mιλάει / διαβάζει κάποιος ~.

[λόγ. < αρχ. μεγαλόφωνος· λόγ. < ελνστ. μεγαλοφώνως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες