Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλοδύναμος
1 εγγραφή
μεγαλοδύναμος -η -ο [meγaloδínamos] Ε5 : (ως χαρακτηρισμός του Θεού) που είναι παντοδύναμος: Ο ~ Θεός. || (ως ουσ.) ο Mεγαλοδύναμος: Όλα πήγαν καλά· δόξα να ΄χει ο Mεγαλοδύναμος.

[ελνστ. μεγαλοδύναμος `πολύ δυνατός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες