Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγαλοδύναμος -η -ο [meγaloδínamos] Ε5 : (ως χαρακτηρισμός του Θεού) που είναι παντοδύναμος: Ο ~ Θεός. || (ως ουσ.) ο Mεγαλοδύναμος: Όλα πήγαν καλά· δόξα να ΄χει ο Mεγαλοδύναμος.
[ελνστ. μεγαλοδύναμος `πολύ δυνατός΄]



