Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μα
680 εγγραφές [631 - 640]
μαυριδερός -ή -ό [mavriδerós] Ε1 : που έχει σκούρο χρώμα και ιδίως γκρίζο ή ανοιχτό μαύρο: Παλιά μαυριδερά κτίρια. || για πρόσωπο με σκούρο δέρμα· (πρβ. μελαψός, μελαχρινός): Ένας ~ άνθρωπος. Mαυριδερό κορμί / πρόσωπο.

[μσν. μαυριδερός < μαύρ(ος) -ιδερός]

μαυρίζω [mavrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. γίνομαι μαύρος και ιδίως πιο σκούρος από ό,τι ήμουν πριν. ANT ασπρίζω: Mαυρίζουν τα δαμάσκηνα καθώς ωριμάζουν. Δέρμα που το χειμώνα είναι άσπρο ενώ την άνοιξη αρχίζει να μαυρίζει, γίνεται πιο σκούρα η επιδερμίδα από τον ήλιο. Kάθεται με τις ώρες στην αμμουδιά για να μαυρίσει. Mαύρισε το πρόσωπό του από θυμό. ΦΡ μαυρίζει το μάτι* μου για κτ. ~ κπ. στο ξύλο, τον δέρνω πολύ. μαυρίζει η ψυχή / η καρδιά κάποιου, για μεγάλη στενοχώρια. μου μαύρισε την καρδιά*. μαύρισε η καρδιά* μου. || κάνω κτ. ή κπ. μαύρο ή πιο σκούρο: Tον μαύρισε ο ήλιος. 2. λερώνω κτ. ή κπ. μαυρίζοντάς το(ν): Ο καπνός μαύρισε τους άσπρους τοίχους. || λερώνομαι, αποκτώ μαύρο χρώ μα: Mαύρισε ο λαιμός / ο άσπρος γιακάς του. Πρόσωπα μαυρισμένα από τον ιδρώτα και τη σκόνη. 3. για κτ. που φαίνεται μαύρο ή πιο σκούρο: Ο ουρανός μαύρισε από τα σύννεφα και ο κάμπος από τις ακρίδες. Είδε κάτι να μαυρίζει στο σκοτάδι και νόμισε ότι ήταν αγρίμι. 4. (οικ.) δεν ψηφίζω κπ., τον καταψηφίζω: Πώς να βγει βουλευτής, αφού τον μαύρισε ακόμα και η γυναίκα του! Mαυρίστηκε στις εκλογές.

[μσν. μαυρίζω < μαύρ(ος) -ίζω]

μαυρίλα η [mavríla] Ο25α : α. μαύρο ή σκούρο χρώμα: H ~ του ουρανού, για μαύρα σύννεφα. H ~ της νύχτας, για βαθύ σκοτάδι. ΦΡ πολλή ~ πλάκωσε ή μαύρη ~ πλάκωσε, για κυριαρχία του μαύρου χρώματος. β. λεκές σκούρου χρώματος: Έχεις μαυρίλες στο πουκάμισο / στο λαιμό. γ. (μτφ.) για κακή ψυχική διάθεση: Έχω μια ~ στην ψυχή.

[μαύρ(ος) -ίλα]

μαύρισμα το [mávrizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαυρίζω: ~ του σώματος στον ήλιο. || (οικ.) ~ κάποιου στις εκλογές, καταψήφιση.

[μαυρισ- (μαυρίζω) -μα]

μαυριτανικός -ή -ό [mavritanikós] Ε1 & μαυριτάνικος -η -ο [mavritá nikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Mαυριτανία ή στους Mαυριτανούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Mαυριτανική κυβέρνηση / πρωτεύουσα.

[λόγ. < λατ. Mauritan(icus) -ικός < Mauritania (όν. της χώρας)· μαυριταν(ικός) -ικος]

μαυρο- [mavro] & μαυρό- [mavró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μαυρ- [mavr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό: I. σε σύνθετες λεξεις. 1. συνήθ. σε παρατακτικά σύνθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του μαύρου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: μαυρόασπρος, ~κίτρινος, ~πράσινος. 2. με αναφορά στα μαύρα ρούχα: ~ντυμένος, ~φορεμένη. 3. σε κτητικά σύνθετα επίθετα χαρακτηρίζει αυτόν που έχει μαύρο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μάλλης, ~μάτης. 4. στην κοινή ονομασία δέντρων, ζώων κτλ. μαυρέλατο· μαυρόκοτα. II. σε παρασύνθετες λέξεις: Mαυροθαλασσίτης σε αντιδιαστολή προς το Aσπροθαλασσίτης.

[μσν. μαυρ(ο)- θ. της λ. μαύρ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. μαυρο-κόρακας]

μαυρόασπρος -η -ο [mavróaspros] Ε5 : ασπρόμαυρος.

[μαυρο- + άσπρος]

μαυροδάφνη η [mavroδáfni] Ο30α : γλυκό κρασί με σκούρο κόκκινο χρώμα: Ο γιατρός τού σύστησε να πίνει ~ για να δυναμώσει.

[μαυρο- + δάφνη ίσως από ομοιότητα του καρπού της δάφνης με τις ρώγες της ποικιλίας του σταφυλιού απ΄ όπου παράγεται αυτό το κρασί]

μαυροζούμι το [mavrozúmi] Ο44 : (οικ.) για καφέ συνήθ. άνοστο, που δεν είναι της αρεσκείας μας: Πάρ΄ το από δω αυτό το ~· δεν πίνεται.

[μαυρο- + ζουμ(ί) -ι]

Mαυροθαλασσίτης ο [mavroθalasítis] Ο10 θηλ. Mαυροθαλασσίτισσα [mavroθalasítisa] Ο27α : κάτοικος των περιοχών γύρω από τον Εύξεινο πόντο.

[φρ. Μαύρ(η) -ο- + θάλασσ(α) -ίτης (μτφρδ. τουρκ. kara deniz)· Mαυροθαλασσίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   1... 62 63 [64] 65 66 ...68   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες