Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μαχαλάς ο [maxalás] Ο1 : (λαϊκότρ.) γειτονιά ή συνοικία: Ο πάνω / κάτω ~ ενός χωριού. Ο εβραίικος / ο ελληνικός / ο τούρκικος ~ της παλιάς Θεσσαλονίκης.
[τουρκ. mahall(e) (από τα αραβ.) -άς]



