Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαστού
4 εγγραφές [1 - 4]
μαστούρα 1 η [mastúra] Ο25α : (λαϊκ.) το μαστούρωμα: Έπεσε στη ~.

[μαστούρ(ης) -α]

μαστούρης ο [mastúris] Ο11 & μαστούρα η [mastúra] Ο25α : (λαϊκ.) 1. ο ναρκομανής: Aυτός είναι μεγάλος ~ / μεγάλη μαστούρα. 2. ο μαστουρωμένος.

[τουρκ. mastur -ης· μαστούρ(ης) -α]

μαστούρωμα το [mastúroma] Ο49 : (λαϊκ.) παραισθησιακή κατάσταση που οφείλεται σε χρήση ναρκωτικών. || (επέκτ.) για αντίστοιχη κατάσταση που οφείλεται σε άλλες αιτίες.

[μαστουρώ(νω) -μα]

μαστουρώνω [masturóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκ.) βρίσκομαι σε παραισθησιακή κατάσταση, ιδίως λόγω χρήσης ναρκωτικών.

[μαστούρ(ης) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες