Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 75 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαστίγιο το [mastíjio] Ο40 : 1α. αντικείμενο που αποτελείται από μία λα βή, στην οποία είναι προσαρμοσμένη η άκρη ενός ή περισσότερων χοντρών σκοινιών ή δερμάτινων λουρίδων, και χρησιμοποιείται για το χτύπημα ζώων ή ανθρώπων· βούρδουλας, καμουτσίκι. ΦΡ με το ~, με την άσκηση ή την απειλή βίας. β. (βιολ.) νηματοειδής απόφυση κυττάρων. 2. (μτφ.) για έντονη κατηγορία ή κριτική σε κπ.: Tο ~ του εισαγγελέα / του δημοσιογράφου.
[λόγ. < ελνστ. μαστίγιον, υποκορ. του αρχ. μάστιξ (δες στο μάστιγα)]
- μαστιγοφόρος -α -ο [mastiγofóros] Ε4 : 1. που έχει ή κρατά μαστίγιο. 2. (ζωολ., ως ουσ.) τα μαστιγοφόρα, ομοταξία πρωτοζώων που έχουν ένα ή περισσότερα μαστίγια1β. || (εν.) για κάθε ζώο αυτής της ομοταξίας.
[λόγ.: 1: αρχ. μαστιγοφόρος `που κρατάει μαστίγιο, αστυνομικός΄· 2: νλατ. mastigophora (ουδ. πληθ.) < αρχ. μαστιγ- (δες μάστιγα) -ο- + -φόρος & σημδ. νλατ. flagellatae (< λατ. flagellum `μαστίγιο΄)]
- μαστίγωμα το [mastíγoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαστιγώνω· μαστίγωση.
[λόγ. μαστιγω- (δες μαστιγώνω) -μα]
- μαστιγώνω [mastiγóno] -ομαι Ρ1 : 1. χτυπώ πολλές φορές κπ. με μαστίγιο ή με άλλο σχετικό αντικείμενο: Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να μαστιγώνουν τους καταδίκους πριν τους εκτελέσουν. Έβγαλε τη ζώνη του κι άρχισε να μαστιγώνει το παιδί. 2α. χτυπώ συνεχώς και με δύναμη κπ. ή κτ.: Ο δυνατός άνεμος μαστίγωνε το πρόσωπό μου. β. (μτφ.) κατηγορώ ή κριτικάρω έντονα κπ. ή κτ.: Πολιτικός / συγγραφέας / βιβλίο που μαστιγώνει τις κοινωνικές αδικίες. Mαστιγώνει με τα λόγια του.
[λόγ. < αρχ. μαστιγ(ῶ) -ώνω]
- μαστίγωση η [mastíγosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαστιγώνω· μαστίγωμα: H ~ ήταν συνηθισμένη ποινή κατά την αρχαιότητα.
[λόγ. < ελνστ. μαστίγω(σις) -ση]
- μαστίζω [mastizo] -ομαι Ρ2.1 : για κτ. βλαβερό ή κακό που υπάρχει ή συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό, με συνέπεια να προκαλεί μεγάλες ταλαιπωρίες: Πείνα κι επιδημίες μάστιζαν τη χώρα. Mεγάλα τμήματα του λαού μαστίζονται ακόμα από τον αναλφαβητισμό.
[λόγ. < αρχ. μαστίζω `μαστιγώνω΄ σημδ. γαλλ. flageller]
- μαστίτιδα η [mastítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του μαστού.
[λόγ. < γαλλ. mastite < αρχ. μαστ(ός) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- μαστίχα η [mastíxa] Ο25 : 1α. ρητινώδης αρωματική ουσία που βγαίνει από τη φλού δα ορισμένων δέντρων ή θάμνων και χρησιμοποιείται στην ποτοποιία και στη ζαχαροπλαστική: ~ Xίου. Mασάω ~. β. ονομασία γλυκισμάτων και οινοπνευματωδών ποτών που περιέχουν μαστίχα: Tρώω / πίνω ~. 2. κάθε αρωματισμένη ουσία που μασιέται όπως η μαστίχα και κυκλοφορεί στο εμπόριο συνήθ. τυποποιημένη· τσίχλα: Kουτί με μαστίχες. Mασάει μαστίχες για να μυρίζει ευχάριστα το στόμα του.
[μσν. μαστίχα < ελνστ. μαστίχ(η) μεταπλ. -α]
- μαστιχάτος -η -ο [mastixátos] Ε3 : που στην υφή του μοιάζει με μαστίχα· (πρβ. μαστιχωτός): Mαστιχάτο παγωτό. || (ως ουσ.) το μαστιχάτο, ποτό παρασκευασμένο από μαστίχα.
[μσν. μαστιχάτος `που περιέχει μαστίχα΄ < μαστίχ(α) -άτος]
- μαστιχόδεντρο το [mastixóδendro] Ο41 : δέντρο από το οποίο βγαίνει μαστίχα: Tα μαστιχόδεντρα της Xίου.
[μαστίχ(α) -ο- + δέντρο]



