Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρμαρόσκονη
1 εγγραφή
μαρμαρόσκονη η [marmaróskoni] Ο32 : σκόνη από μάρμαρο που χρησιμοποιείται ιδίως ως οικοδομικό υλικό: Παραγωγή μαρμαρόσκονης.

[μάρμαρ(ο) -ο- + σκόνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες