Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαξιμαλισμός ο [maksimalizmós] Ο17 : (πολ.) προβολή ή επιδίωξη στόχων και συνθημάτων που ξεπερνούν τα όρια του εφικτού.
[λόγ. < γαλλ. maximalisme (-isme = -ισμός)]



