Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαμή η [mamí] Ο29 : γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με το να βοηθά τις γυναίκες, όταν γεννούν· (πρβ. μαία): Έτρεξε να φωνάξει τη ~, γιατί η γυναίκα του γεννούσε. ΠAΡ Πήγε για ~ κι έκατσε για λεχώνα, άργησε πολύ να επιστρέψει. Πολλές μαμές, στραβό το παιδί, όταν αναμειγνύονται πολλοί σε κάποια υπόθεση, το αποτέλεσμα δεν είναι θετικό.
[μσν. μαμμή < ελνστ. μάμμη `γιαγιά΄ (αρχ. σημ.: `μητέρα΄, λ. νηπιακή) με μετακ. τόνου ίσως για διάκριση από το μάμμη (ορθογρ. απλοπ.)]