Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαλλιάζω [malázo] Ρ2.1α μππ. μαλλιασμένος : βγάζω τρίχωμα ή χνούδι. ΦΡ μάλλιασε η γλώσσα μου, βαρέθηκα να μιλάω προσπαθώντας να πεί σω κπ.
[μσν. μαλλιάζω < μαλλ(ίν) -ιάζω]



