Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακρόθυμος -η -ο [makróθimos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που συγχωρεί ή ανέχεται υπομονετικά τα σφάλματα των άλλων: Ο ~ και πολυεύσπλαχνος Θεός.
[λόγ. < ελνστ. μακρόθυμος `υπομονετικός΄ (η σημερ. σημ. μσν. κατά το μακροθυμία)]



