Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακρόθυμος
1 εγγραφή
μακρόθυμος -η -ο [makróθimos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που συγχωρεί ή ανέχεται υπομονετικά τα σφάλματα των άλλων: Ο ~ και πολυεύσπλαχνος Θεός.

[λόγ. < ελνστ. μακρόθυμος `υπομονετικός΄ (η σημερ. σημ. μσν. κατά το μακροθυμία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες