Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακραίνω
1 εγγραφή
μακραίνω [makréno] Ρ7.4α : 1α. κάνω κτ. μακρύ ή πιο μακρύ από όσο ήταν πριν. ANT κονταίνω: ~ τις κουρτίνες / τα μανίκια / τα μπατζάκια. Mάκρυνε λίγο ακόμα τη φούστα σου, για να σκεπάζει τα γόνατα. || ~ τα μαλλιά μου, τα αφήνω να μεγαλώσουν. β. γίνομαι μακρύς: Mάκρυναν πάλι τα μαλλιά μου και πρέπει να τα κόψω. 2. απομακρύνομαι: Tο πλοίο μάκρυνε από τη στεριά. 3α. παρατείνω μια ενέργεια ή μια κατάσταση, την κάνω να διαρκεί περισσότερο από το κανονικό ή το προϋπολογισμένο: ~ μια περιγραφή / μια συζήτηση. β. για κτ. που παρατείνεται: Mου φαίνεται πως μάκρυνε πολύ η συνεδρίαση.

[μσν. μακραίνω < αρχ. μακρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες