Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μακιαβελισμός
1 item total
μακιαβελισμός ο [makavelizmós] Ο17 : άσκηση της εξουσίας, ιδίως της πολιτικής, χωρίς ηθικούς φραγμούς στην επιλογή των μέσων ή των στόχων.

[λόγ. < γαλλ. machiavélisme < machiavél(ique) = μακιαβελ(ικός) -isme = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go